30/11/09

υποχρεωτικός

.
αδήριτος, αναγκαίος, αναγκαστός, αναγκαστικός, ανάγκη να γίνει, αναπόδραστος, αναπόφευκτος, απαραίτητος, απαιτείται, από (ανειλλημένη) υποχρέωση, άφευκτος, είναι + ανάγκη να γίνει / απαραίτητο να γίνει, εκβιαστικός, εκ των ων ουκ άνευ, εξαναγκαστικός, εξυπηρετεί, εξυπηρετικός, εξ υποχρεώσεως, επιβάλλεται, επιβαλλόμενος, επιβεβλημένος, επιτακτικός, καταναγκαστικός, μαστ (must), περιοριστικός (της ελευθερίας), περιποιητικός, πρέπει να γίνει, προβλέπεται από + τον κανονισμό / το καταστατικό / το νόμο [κ.λπ.], προβλεπόμενος (από τον κανονισμό/το καταστατικό/το νόμο[κ.λπ.] / εκ του νόμου), προκαλεί ευγνωμοσύνη, στανικός, φιλοφρονητικός
.

διενέργεια

.
διεξαγωγή, εκτέλεση, εκπλήρωση, επιτέλεση, πραγματοποίηση, τέλεση
.

26/11/09

έκδηλος

.
απτός, αρίδηλος, διάδηλος, εκφανής, εμφανής, ένδηλος, εξόφθαλμος, θεοφάνερος, κατάδηλος, καταφανής, ξεκάθαρος, ολοφάνερος, ολοφανής, οφθαλμοφανής, ορατός, πάνδηλος, πασίδηλος, πασιφανής, περιφανής, πρόδηλος, προφανής, σαφέστατος, σαφής, τρανός, φαίνεται, φανερός, φανερώτατος, χειροπιαστός
.

25/11/09

μεταρρύθμιση

.
αλλαγές, αλλαγή, αναθεώρηση, αναμόρφωση, ανανέωση, βελτιώσεις, βελτίωση, καλυτέρευση, μεταβολές, μεταβολή, μεταμόρφωση, μετασχηματισμός, μετατροπές, μετατροπή, μέτρα, σύνολο μέτρων, τροποποιήσεις, τροποποίηση
.

βγάζω

.
αναβρύζω, αναδεικνύω, αναδίδω / αναδίνω, αναπτύσσω, ανασύρω, ανεβάζω, αντισταθμίζω, αντλώ, απαγκιστρώνω, απαλλάσσω, απεγκλωβίζω, απελευθερώνω, αποβάλλω, αποβιβάζω, αποδεικνύω / αποδείχνω, αποδίδω / αποδίνω, αποδιώχνω, αποθησαυρίζω, αποκαλύπτω, αποκαλώ, αποκλείω, αποκόβω, αποκολλώ, αποκομίζω, αποκτώ / αποχτώ, απολύω, απομακρύνω, απομονώνω, απομυζάω / απομυζώ, αποπέμπτω, αποπερατώνω, αποπωματίζω, απορρέω, απορροφάω / απορροφώ, αποσκεπάζω, αποσπώ, αποστάζω, αποσυνδέω, αποσύρω, αποσώνω, αποταμιεύω, αποτελειώνω, αποτιμώ, αποτινάζω, αποτραβώ, αποφυλακίζω, αποχωρίζω, αποψιλώνω, αφαιρώ (από πάνω μου), βαφτίζω, βγάνω, βλασταίνω, γδύνομαι, γδύνω, γεννάω / γεννώ, γλιτώνω / γλυτώνω, γράφω, δείχνω, δημιουργώ, δημοσιεύω, διαβάζω, διαγράφω, διαθέτω (για πούλημα / προς πώληση / στην αγορά), διακρίνω, διαμορφώνω, διανύω, διώχνω, εκβάλλω, εκβράζω, εκβραχίζω, εκδηλώνω, εκδίδω, εκθέτω, εκθλίβω, εκθρονίζω, εκκαθαρίζω, εκκοκκίζω, εκκρίνω, εκλέγω, εκμαιεύω, εκολλάπτω, εκπέμπω, εκπληρώνω, εκπνέω, εκστομίζω, εκτελώ, εκτελωνίζω, εκτοξεύω, εκτοπίζω, εκτρέπω, εκτροχιάζω, εκτυπώνω, εκφορτίζω, εκφράζω, εκφύω, εκφωνώ, εκχυλίζω, εκχωματώνω, εμφανίζω, εξάγω, εξαιρώ, εξαλείφω, εξαρθρώνω, εξασφαλίζω, εξαφανίζω, εξορίζω, εξορκίζω, εξορύσσω, εξοφλώ, επιτελώ, επιτυγχάνω, επιφέρω, εφευρίσκω, έχω + ως αποτέλεσμα / ως συνέπεια, ισοφαρίζω, καθαιρώ, καθαρίζω, καλύπτω, κάνω, κάνω + ανάληψη / εξαγωγή / έξωση, καταλαβαίνω, καταλήγω (σε), καταργώ, κατασκευάζω, καταφέρνω, κατορθώνω, κερδίζω, κερνάω / κερνώ, κόβω, κοινοποιώ, κυκλοφορώ, λέγω / λέω, μαδάω / μαδώ, μαζεύω, μπορώ να διαβάσω (κ.ά.), ξαφρίζω, ξεβάφω, ξεβιδώνω, ξεβλασταρώνω, ξεβοτανίζω, ξεβουλώνω, ξεβράζω, ξεβρακώνω, ξεβρομίζω, ξεγαντζώνω, ξεγράφω, ξεδιαλέγω, ξεδιαλύνω, ξεδοντιάζω, ξεζουμίζω, ξεζώνω, ξεθάβω / ξεθάφτω, ξεθεμελιώνω, ξεθηκαρώνω, ξεθολώνω, ξεθωριάζω, ξεκαθαρίζω, ξεκαλουπώνω, ξεκαλτσώνω, ξεκαπακώνω, ξεκαπελώνω, ξεκαπιστρώνω, ξεκαπνίζω, ξεκαρφώνω, ξεκοιλιάζω, ξεκολλάω / ξεκολλώ, ξεκουνάω / ξεκουνώ, ξεκρεμάω / ξεκρεμώ, ξεκρίνω, ξελασπώνω, ξελεπιάζω, ξεμαλλιάζω, ξεμουχλιάζω, ξεμπαζώνω, ξεμπαρκάρω, ξεμπερδεύω, ξεμυγιάζω, ξεντερίζω, ξενυχιάζω, ξεπαστρεύω, ξεπετώ, ξεπλέκω, ξεπλένω, ξεπληρώνω, ξεπουπουλιάζω / ξεπουπουλίζω, ξεπροβοδιάζω / ξεπροβοδίζω, / ξεπροβοδώ, ξεραίνω, ξεριζώνω, ξερνάω / ξερνώ, ξεσαβουρώνω, ξεσελώνω, ξεσηκώνω, ξεσκεπάζω, ξεσκονίζω, ξεσπαθώνω, ξεσπιτώνω, ξεσποριάζω, ξεστηθώνομαι, ξεστολίζω, ξεστομίζω, ξεστουμπώνω / ξεστουπώνω, ξεστρώνω, ξεστυλώνω, ξεσυνηθίζω, ξετελεύω, ξετρυπώνω, ξετυλίγω, ξεφασκιώνω, ξεφηκαρώνω, ξεφλουδίζω, ξεφορμάρω, ξεφορτίζω, ξεφορτώνω, ξεφουκαρώνω, ξεφουρνίζω, ξεφουσκώνω, ξεφράζω, ξεφτίζω, ξεφτώ, ξεχώνω, ξεχωρίζω, ξεψαχνίζω, ξεψειριάζω / ξεψειρίζω, ξηλώνω, ξιφουλκώ, ξορίζω, ξορκίζω, ξουραφίζω, ξουρίζω, ξύνω, ξυπολυέμαι, ξυραφίζω, ξυρίζω, ξυστρίζω, οδηγώ, ολοκληρώνω, ονομάζω, παίρνω, παλεύω, παράγω, παραθέτω, παραμερίζω, παρεκτρέπω, παρουσιάζω, παύω, πάω, πάω / πηγαίνω + (για) βόλτα / έξω / όξω, περιφέρω, πετάω, πετυχαίνω, πετώ, πηγαίνω, πληρώνομαι, πραγματοποιώ, προβάλλω, προκαλώ, προξενώ, προσφέρω, προφέρω, προωθώ, ρίχνω + έξω / όξω, σβήνω, σηκώνω, σκουπίζω, σπρώχνω, στραμπουλίζω, συγκεντρώνω, συμπεραίνω, συνθέτω, συντάσσω, σώζω, τελειώνω, τελεύω, τραβάω / τραβώ, τραπεζώνω, τυπώνω, υπολογίζω, φανερώνω, φέρνω + εις πέρας / στη ζωή / στον κόσμο, φτύνω, χάνω, χύνομαι, χύνω, χωρίζω, ψηφίζω
.

24/11/09

καθιστός

.
αλατούρκα / αλά τούρκα, διπλοπόδι, καβάλα, καβαλητά, καβαλικευτά, κάθεται, καθήμενος, καθισμένος, καθούμενος, κουλουριασμένος, κουλουριαστός, οκλαδόν, σταυροπόδι, χάμω
.

ανάπτυξη

.
ανάλυση, αναπτυχή, ανάταση, ανέλιξη, άνθηση, άνοδος, άνοιγμα, άπλωμα, άπλωση, αποδίπλωμα, αποσαφήνιση, αραίωση, αύξηση, βελτίωση, γιγάντωμα, δημιουργία, διάδοση, διεύρυνση, διόγκωση, εκδήλωση, έκθεση, εκσυγχρονισμός, έκταση, εκτύλιξη, εμβάθυνση, εμπλουτισμός, εμφάνιση, ενδυνάμωση, εξάπλωμα, εξάπλωση, εξελιγμός, εξέλιξη, εξέταση, εξήγηση, επαύξηση, επέκταση, επεξήγηση, επιμήκυνση, επίδοση, ερμηνεία, ευδοκίμηση, ευημερία, εύρυνση, θέριεμα, καλλιέργεια, καλυτέρευση, μεγάλωμα, μεγέθυνση, μέστωμα, μέστωση, μόρφωση, ξεδίπλωμα, όγκωση, παρουσίαση, περαιτέρω διευκρίνηση, πλάτυνση, πλήθεμα, πλουτισμός, πλύθηνση, προαγωγή, πρόοδος, ύψωση, ψήλωμα
.

22/11/09

σηκώνω

.
αίρω, αναβαστάζω, αναβιβάζω, ανάβω, αναδιπλώνω, αναμαζώνω, ανασηκώνω, ανασταίνω, αναστατώνω, ανασύρω, ανατείνω, ανεβάζω, ανεγείρω, ανελκύω, ανέχομαι, ανοίγω, ανορθώνω, αντερείδω, αντέχω, αντισηκώνω, αντιστηρίζω, ανυψώνω, απάγω, απαντάω / απαντώ, απομακρύνω, απορθώνω, αρπάζω, αφαιρώ, αφυπνίζω, βαστάζω / βαστάω / βαστώ, βγάζω, βιράρω, βοηθάω / βοηθώ, δέχομαι, διακόπτω, δίδω / δίνω + χέρι (βοηθείας), εγείρω, εναερίζω, ενοχλώ, εξαίρω, εξετάζω, εξυψώνω, επαίρω, επαναφέρω, επιδέχομαι, επιτρέπω, ερείδω, ερωτώ, θορυβώ, κάνω ανάληψη, καταδέχομαι, κατακτώ, καταφέρνω, κερδίζω, κλέβω, κουβαλάω / κουβαλώ, κρατάω / κρατώ, κτίζω, λεβάρω, ληστεύω, μαζεύω, μαζώνω, μετακινώ, μεταρσιώ / μεταρσιώνω, μεταφέρω, μετεωρίζω, ξαναζωντανεύω, ξεβολεύω, ξεκολλάω, ξεσηκώνω, ξυπνάω / ξυπνώ, οικοδομώ, ορθιάζω, ορθώνω, παίρνω, πετάω / πετώ, πιάνω, προκαλώ, πυροδοτώ, ρωτάω / ρωτώ, στέργω, στρέγω, στήνω (όρθιο), στηρίζω, τεντώνω, τυλίγω, τραβάω / τραβώ, υπεραίρω, υπερείδω, υπερυψώνω, υποβαστάζω, υπομένω, υποστηρίζω, υποφέρω, υψώνω, φέρω, φουσκώνω, χτίζω
.

20/11/09

κανονικός

.
αβίαστος, αναγνωρισμένος, ανεκτός, αρνητικός, γενικά + αποδεκτός / παραδεγμένος, γνήσιος, γνωστός, δίκιος, έγκυρος, εκκλησιαστικός, εντάξει, εύκρατος, εύρυθμος, ήπιος, ικανοποιητικός, ισογώνιος, ισόπλευρος, καθαρός, καθημερινός, κληρικός, κοινός, λογικός, μέσος, μέσου όρου, μέτριος, νόμιμος, ομαλός, ορθός, πραγματικός, προβλεπόμενος, ρυθμισμένος, σεμνός, σκέτος, στρωτός, συμμετρικός, συνήθης, συνηθισμένος, σύννομος, σωστός, τακτικός, τυπικός, υγιής, υποφερτός, φυσικός, φυσιολογικός
.

επίκαιρος

.
απροπό (à  propos), έγκαιρος, εύθετος, εύστοχος, ζωτικός, ιν (in), καίριος, κατάλληλος, προσφέρεται, πρόσφορος, σημαντικός, σπουδαίος, στην ώρα του, στον καιρό του, σύγχρονος, συζητάται / συζητείται / συζητιέται, ταμάμ, της (κατάλληλης) + στιγμής / ώρας, της μόδας, του + καιρού (μας) / παρόντος, ψυχολογημένος
.

υπερωκεάνιο

.
βαπόρι, διαπόντιο, θαλάσσιος κολοσσός, καράβι, μακρινό, πλοίο, πλωτή + πόλη / πολιτεία, πλωτός κολοσσός,  υπερατλαντικό, υπερπόντιο, υπερωκεάνειο
.

εθνικός

.
άθεος, άθρησκος, άπιστος, γενικός, εγχώριος, εθνοκεντρικός, εθνοσωτήριος, εθνωφελής, ειδωλολατρικός, εμφύλιος, εντόπιος, εξωτερικής πολιτικής, εξωχριστιανικός, εσωτερικός, ημεδαπός, καθολικός, κρατικός, ντόπιος, όλων, παλλαϊκός, πανελλαδικός, πανελλήνιος, πατριώτης, πατριωτικός, της + Ελλάδας / Ελλάδος / ημεδαπής / πατρίδας / φυλής / χώρας, του + έθνους / κράτους / λαού / τόπου, φιλελληνικός, φυλετικός
.

στιγματισμός

.
αμαύρωση, αποδοκιμασία, δερματοστιξία, διάστιξη, επίκριση, επίπληξη, επιτίμηση, κακισμός, καταδίκη, κατάκριση, κατάστιξη, καυτηρίαση, καυτηριασμός, κηλίδωμα, κηλίδωση, λέκιασμα, λέρωμα, μελάνωμα, μελάνωση, μομφή, μου(ν)τζούρωμα, σημάδεμα, σπίλωμα, σπίλωση, στηλίτευση, στίξη, τατουάζ, τατουισμός, ψόγος
.

12/11/09

μπελάς

.
αγκίδα, αδιέξοδο, ακανθώδης, αμηχανία, ανησυχία, ανωμαλία, άτακτος, βάρος, βάσανο, (α)βδέλλα, βεντούζα, βουνό, γαμήσι, Γολγοθάς, γόρδιος δεσμός, δαίδαλος, δαίμονας, δαιμόνιο, δια(β)ολάκος, διά(β)ολος, (μεγάλη / ολόκληρη) διαδικασία, δίλημμα, δυσάρεστη κατάσταση, δυσάρεστος, δυσκολία, δύσκολος, δυσχεραντικός, δυσχέρεια, έγνοια, εμπόδιο, έννοια, ενόχληση, ενοχλητικός, επιβάρυνση, επιβαρυντικός, επιπλοκή, εριστικός, ζιζάνιο, ζόρι, ζόρισμα, (μεγάλη / ολόκληρη) ιστορία, καζίκι, κολλιτσίδα, κουραστικός, κουσούρι, κυκεών(ας), κωλόπαιδο, λαβύρινθος, μέριμνα, μόχθος, μπελαλής, μπελαλίδικος, μπελιάς, μπέρδεμα, μπλέξιμο, οχληρός, παλούκι, παράσιτο, περιπλοκή, περισπασμός, πίπα, πονοκέφαλος, πρόβλημα, προκλητικός, σεκατούρα, σκόπελος, σκοτούρα, σπαζοκεφαλιά, σπασαρχίδης, σπαστικός, στεναχώρια / στενοχώρια, στριμόκωλος / στρυμόκωλος, σύγχυση, ταλαιπωρία, τριβέλι, τσαμπουκαλής, τσιμπούκι, τσιμπούρι, φασαρία, φασέντα, φορτικός, φόρτος, φόρτωμα, φροντίδα, χτικιό
.

επίπτωση

.
αντίκτυπος / αντίχτυπος, απόρροια, αποτέλεσμα, επακολούθημα, επακόλουθο, επενέργεια, επιβάρυνση, επίδραση, επιρροή, επήρεια, εφόρμηση, κτύπημα, παρεπόμενο, πέσιμο, πρόσπτωση, πτώση, σκιά, συνέπεια, χτύπημα
.

τρέχω

.
αγωνίζομαι, αμολιέμαι, αναπτύσσω ταχύτητα, αυξάνομαι, αυξάνω την ταχύτητα, βιάζομαι, γίνομαι + Βέγγος / θυσία / καπνός / λαγός / λούης / σίφουνας, (το) γκαζώνω, γλακώ, γοργοποδίζω, γρηγορεύω, γυρίζω (από) εδώ κι (από) εκεί, δεν χάνω (ούτε) + λεπτό / στιγμή, δεν χάνω + την ευκαιρία / χρόνο, διανύω, διαρρέω, διατρέχω, διεκρέω, δίνω γκάζι, δρομάω / δρομώ, είμαι + βιαστικός / δρομέας / στην πρίζα, εισρέω, εκμηδενίζω τις αποστάσεις, εκρέω, ελαύνω, επιταχύνομαι, επιταχύνω, έχω + δουλειές / τρέξιμο, καλπάζω, καλύπτω, κάνω + γρήγορα / τζόγκινγκ, κερδίζω ταχύτητα, κινούμαι, κουνιέμαι, κυλάω / κυλώ, λακάω / λακώ, λειτουργώ, μετέχω σε αγώνα δρόμου, οδηγάω / οδηγώ + γρήγορα, πατάω γκάζι, πάω +  αμέσως / γρήγορα / πρόθυμα / σα βολίδα / σαν το Βέγγο / σφαίρα, περιφέρομαι, πετάω / πετώ, πηγαίνω + αμέσως / γρήγορα / πρόθυμα / σα βολίδα / σαν το Βέγγο / σφαίρα, πηλαλώ / πιλαλώ, προθυμοποιούμαι, προστρέχω, προσφεύγω, προτρέχω, ρέω, σπεύδω, σπιντάρω, σπριντάρω, στάζω, το βάζω στα πόδια, το πατάω, τριγυρίζω, τριγυρνάω / τριγυρνώ, τριποδίζω, τροχάζω, φεύγω, φιλοτιμούμαι, φορτώνω [π.χ. με πολλές δουλειές], φουλάρω, χρησιμοποιώ, χύνομαι
.

11/11/09

συμφωνώ

.
ακολουθώ + την άποψη / τη γνώμη (κ.ά.), ανταποκρίνομαι (θετικά), αποδέχομαι + τη γνώμη / την άποψη / την ιδέα, αποφασίζω, αρμόζω, βρίσκω (το) κοινό έδαφος (με κάποιον), δε(ν) + αντιλέγω / λέ(γ)ω όχι, δέχομαι + τη γνώμη / την άποψη / την ιδέα, δίδω / δίνω + τη συγκατάθεσή μου / χέρι, διομολογώ, δρομολογώ, εγκολπούμαι + τη γνώμη / την άποψη / την ιδέα, είμαι + σύμφωνος / της ίδιας γνώμης, εναγκαλίζομαι + τη γνώμη / την άποψη / την ιδέα, ενστερνίζομαι + τη γνώμη / την άποψη / την ιδέα, έρχομαι + σε συμφωνία / στα λόγια [κάποιου], έχω + την ίδια άποψη / την ίδια γνώμη, κάνω + σύμβαση / συμφωνία / τόκα, (το) κολλάω, μέ βρίσκει + σύμφωνη / σύμφωνο, μένω σύμφωνος, ομογνωμονώ, ομοδοξώ, ομοφρονώ, ομοφωνώ, προσυπογράφω, προσχωρώ, συμβαδίζω, συμμερίζομαι + τη γνώμη / την άποψη (κ.ά.), συμπίπτω, συμφιλιώνομαι, συμφωνάω, συνάπτω + ειρήνη / σύμβαση / συμφωνία / σύμφωνο, συνομολογώ, συνυπογράφω, τα αυτά φρονώ, τα βρίσκω, ταιριάζω, ταυτογνωμονώ, την εγκρίνω, το αναγνωρίζω, το(ν) εγκρίνω, υιοθετώ + τη γνώμη / την άποψη / την ιδέα, υπογράφω
.

επιδιώκω

.
αναζητάω / αναζητώ, αποβλέπω, γυρεύω, είναι + (η) πρόθεσή μου / (ο) σκοπός μου, εκζητώ, επιζητάω / επιζητώ, επιχειρώ, εποφθαλμιώ, έχω (ως) + επιδίωξη / πρόθεση / σκοπό / στόχο, ζητάω / ζητώ, θέλω, κυνηγάω / κυνηγώ, πάω για, πηγαίνω για, προσπαθώ (για...), σκοπεύω, σκοπώ, στοχεύω, φιλοδοξώ, ψάχνω
.

αντίκτυπος / αντίχτυπος

.
αίσθηση, αντήχηση, αντίβουος, αντιλαλιά, αντίλαλος, απήχημα, απήχηση, αποτέλεσμα, εντύπωση, επακολούθημα, επακόλουθο, επενέργεια, επήρεια, επίδραση, επιπτώσεις, επίπτωση, ηχώ, παρεπόμενο, περιήχηση, συνέπεια
.

σκέφτομαι

.
αδημονώ, αναλογίζομαι, ανανογιέμαι, αναπολώ, ανασκοπώ, ανησυχώ, απασχολούμαι (διανοητικά), αποβλέπω σε (κάτι), αρμενίζει + ο λογισμός μου / ο νους μου, ασκώ το πνεύμα μου, αφαιρούμαι, βάνω / βάζω + με το νου μου / στο νου μου, βασανίζω + το μυαλό μου / το νου μου, βυθίζομαι σε σκέψεις, διαλογίζομαι, διαμορφώνω + γνώμη / ιδέα /  σκεπτικό, διανοούμαι, διατίθεμαι, διστάζω, είμαι  + αφηρημένος / (άνθρωπος) σκεπτόμενος / (άνθρωπος) της σκέψης, είναι + πρόθεσή μου / σκοπός μου / στις προθέσεις μου, εμβαθύνω, εξετάζω (το ενδεχόμενο), επινοώ, επωάζω, ετοιμάζω, έχω + έγνοια / κατά νου / (την) πρόθεση / σκοπό / στα σκαριά / στο μυαλό (μου) / στο νου (μου) / τη γνώμη / την άποψη / υπόψη / υπ'όψιν, (τα) ζυγιάζω / ζυγίζω, θέλω, θέτω κατά νουν, θυμάμαι, κά(μ)νω τη σκέψη, κατέχομαι από σκέψεις, κοιτάζω, κρίνω, λειτουργεί + ο εγκέφαλός μου / το μυαλό μου, λέ(γ)ω, λογαριάζω, λογιάζω, μαγειρεύω, μέ + απασχολεί / βασανίζει / ταλαιπωρεί / τρώει, μελετάω / μελετώ (το ενδεχόμενο), μεριμνώ, μηχανεύομαι, νογάω / νογώ, νοώ, ο νους μου + ανατρέχει / βοσκάει / είναι απορροφημένος / πλανιέται / ταξιδεύει / τρέχει, προετοιμάζω, προμελετώ, προορίζω, προσχεδιάζω, προτίθεμαι, σεργιανίζει + ο λογισμός μου / ο νους μου, σκαρφίζομαι, σκαρώνω, σκέπτομαι, σκοπεύω, στοχάζομαι, στύβω + το μυαλό μου / τον εγκέφαλό μου, συγκεντρώνομαι, συγκρίνω, συλλαμβάνω, συλλογιέμαι, συλλογίζομαι, σχεδιάζω, σχηματίζω γνώμη, τεχνάζομαι, τρέχει + ο λογισμός μου / ο νους μου, υπολογίζω, φαντάζομαι, φέρνω + στο μυαλό μου / στο νου μου, φιλοδοξώ, φιλοσοφώ, φροντίζω, ψάχνω
.

περπατάω / περπατώ

.
ακροπατώ, βαδίζω (ακροποδητί), βγαίνω για + βόλτα / πεζοπορία / περίπατο / τσάρκα / σεργιάνι, βηματίζω, βολτάρω, βολτετζάρω, γοργοβαδίζω, κάνω + βόλτα / περίπατο / στράτα / τσάρκα, κόβω βόλτες, κρατάω / κρατώ, κυκλοφορώ, οδεύω, οδοιπορώ, πάω (άτα / για βόλτα / για περίπατο / τσάρκα), πεζολατώ, πεζοπορώ, περιδιαβάζω, περιπατώ, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, περπατάω / περπατώ + στα νύχια (μου), πηγαίνω (για βόλτα / για πεζοπορία / για περίπατο), ποδοσέρνομαι, πορεύομαι, προχωράω / προχωρώ, σεργιανίζω, σέρνομαι, σιγ(αν)οπερπατάω / σιγ(αν)οπερπατώ, σκοντάφτω, σουλατσάρω, συγχρονίζω το βήμα μου, σύρομαι, τραβάω / τραβώ + για (…), τριγυρίζω, τριγυρνάω / τριγυρνώ
.

προκαλώ

.
ανάβω, αναμοχλεύω, αναφλογίζω, αντροκαλώ, αρχίζω, ασκώ πίεση, αψώνω, βγάζω, γαργαλάω / γαργαλώ, γίνομαι + αιτία / αίτιος / αφορμή / πρόξενος, δεν αφήνω ήσυχο, δημιουργώ, δίδω / δίνω + αφορμή / έναυσμα / ερέθισμα, διεγείρω, εγείρω, είμαι προκλητικός, εμπνέω, ενσπείρω, εξάπτω, εξωθώ, επισπώ, επισύρω, επιφέρω, ερεθίζω, εφελκύω, έχω + προκλητική συμπεριφορά / ως αποτέλεσμα / ως συνέπεια, καλώ σε αναμέτρηση, κεντρίζω, κινώ, μπαίνω στη μύτη, ξεκινώ, ξεσηκώνω, οδηγώ σε, παρακινώ, παροτρύνω, πατάω / πατώ + τη σκανδάλη, πετάω / πετώ + το γάντι, πιέζω (τη σκανδάλη), προξενώ, προτρέπω, πρωταρχίζω, πυροδοτώ, ρίπτω το χειρόκτιον, ρίχνω λάδι στη φωτιά, σηκώνω, σκανδαλίζω, σκουντώ, σπρώχνω, στέκομαι αφορμή, συνεπάγομαι, την μπαίνω, υποδαυλίζω, υποκινώ, χύνω λάδι στη φωτιά
.

δημιουργώ

.
αναπτύσσω, απεργάζομαι, βγάζω, γεννάω / γεννώ, γίνομαι αιτία, γράφω, διαμορφώνω, δίδω / δίνω + ζωή / οντότητα / στον κόσμο / υπόσταση, εκτελώ έργο, εμφανίζω, επινοώ, επιτελώ, εφευρίσκω, ζωγραφίζω, θεμελιώνω, ιδρύω, κά(μ)νω (να υπάρξει), κατασκευάζω, κτίζω, μηχανεύομαι, παράγω, πλαθουργώ, πλάθω, πλαστουργώ, ποιώ, προκαλώ, προξενώ, συγγράφω, συλλαμβάνω, συνθέτω, σχηματίζω, τεχνάζομαι, τίκτω, φτιάχνω, χτίζω
.

10/11/09

πολυλογάς

.
αδόλεσχος, αεροκοπανιστής, αεροκόπος, αερολόγος, αηδόνι, αθυρόστομος, ακλείδωτο στόμα, ακριτόμυθος, ανεμολόγος, απεραντολόγος, αργολόγος, αρλούμπας, αρλουμπατζής, βαρδάρι, βαττολόγος, γκεβεζές, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνα, (εκείνος που) δεν + βγάζει (το) σκασμό / λέει να το βουλώσει / μπορεί να κρατήσει τη γλώσσα του, καταρράκτης πολυλογίας, κενολόγος, λαλίστατος, λάλος, λίμα, λιμαδόρος, λογάς, μπλαμπλάς, Νιαγάρας πολυλογίας, παλάβρας, παπαρδέλας, παρλαπίπα(ς), πάρλας, περιττολόγος, πολυκέλαδος, πολύλογος, πολυρρήμονας, πολυρρήμων, στόμα απύλωτον, στωμύλος, υπερομιλητικός, φαφλατάς, φλήναφος, φλύαρος, χείμαρρος πολυλογίας, ψαλιδόγλωσσος
.

φλύαρος

.
αδόλεσχος, αεροκοπανιστής, αεροκόπος, αερολόγος, αηδόνι, αθυρόστομος, ακλείδωτο στόμα, ακριτόμυθος, αμετροεπής, ανεμολόγος, απεραντολόγος, αργολόγος, αρλούμπας, αρλουμπατζής, βαρδάρι, βαττολόγος, γκεβεζές, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνα, (εκείνος που) δεν + βγάζει (το) σκασμό / λέει να το βουλώσει / μπορεί να κρατήσει τη γλώσσα του, καταρράκτης πολυλογίας, κενολόγος, λαλίστατος, λάλος, λίμα, λιμαδόρος, λογάς, μπλαμπλάς, Νιαγάρας πολυλογίας, παλάβρας, παπαρδέλας, παρλαπίπα(ς), πάρλας, περιττολόγος, πολυκέλαδος, πολυλογάς, πολύλογος, πολυρρήμονας, πολυρρήμων, στόμα απύλωτον, στωμύλος, υπερομιλητικός, φαφλατάς, φλήναφος, χείμαρρος πολυλογίας, ψαλιδόγλωσσος
.

πολυλογία

.
αδιάκοπη ομιλία, αδολέσχημα, αδολεσχία, αεροκάπνισμα, αερολογία, αθυρογλωσσία, αθυροστομία, ακράτεια (γλώσσας), ακριτοέπεια, ακριτολογία, ακριτομυθία, αμετροέπεια, αμετρολογία, ανεμολογία, απεραντολογία, απύλωτον γλώσσης, άρατ' αθέματα, αργολογία, ασιγησία, ασωπασιά, βαττολογία, βερμπαλισμός, γκεβεζιλίκι, γλωσσάλγημα, γλωσσαλγία, γλωσσοκοπία / γλωσσοκοπιά, έμπνευση, κενολογία, ληρολογία, λήρος, λίμα, λογοδιάρροια, λογοκοπία, λογόρροια, μακρηγορία, μακρολογία, ματαιολογία,  μπλαμπλά, μπούρου-μπούρου, οίστρος, πάρλα, περιττολογία, πλατυρρημοσύνη, πλησμονή λόγων, πολυλαλία / πολυλαλιά, πολυλαλιά, υπερομιλητικότητα, φαφλατάρισμα, φαφλατιά, φλήναφος, φλυάρημα, φλυαρία
.

φλυαρία

.
αδιάκοπη ομιλία, αδολέσχημα, αδολεσχία, αεροκάπνισμα, αερολογία, αθυρογλωσσία, αθυροστομία, ακράτεια (γλώσσας), ακριτοέπεια, ακριτολογία, ακριτομυθία, αμετροέπεια, αμετρολογία, ανεμολογία, απεραντολογία, απύλωτον γλώσσης, άρατ' αθέματα, αργολογία, ασιγησία, ασωπασιά, βαττολογία, βερμπαλισμός, γκεβεζιλίκι, γλωσσάλγημα, γλωσσαλγία, γλωσσοκοπία / γλωσσοκοπιά, έμπνευση, κενολογία, ληρολογία, λήρος, λίμα, λογοδιάρροια, λογοκοπία, λογόρροια, μακρηγορία, μακρολογία, ματαιολογία, μπλαμπλά, μπούρου-μπούρου, οίστρος, πάρλα, περιττολογία, πλατυρρημοσύνη, πλησμονή λόγων, πολυλαλία / πολυλαλιά, πολυλογία, πολυλαλιά, υπερομιλητικότητα, φαφλατάρισμα, φαφλατιά, φλήναφος, φλυάρημα
.

9/11/09

παρατηρώ

.
αγκαλιάζω με το μάτι, αγναντεύω, αισθάνομαι, ακούω, αναντρανίζω, αντιλαμβάνομαι, αντιλέγω / αντιλέω, ατενίζω, βιγλάρω, βιγλίζω, βλέπω, βυθίζω το βλέμμα, γυρίζω + προς / τα μάτια μου προς / το βλέμμα μου προς, διακρίνω, διαπιστώνω, ελέγχω, εξετάζω, επιπλήττω, επιτιμώ, εποπτεύω, εστιάζω + την προσοχή μου / το βλέμμα μου, ετάζω, θεώμαι, θεωρώ, θωρώ, κάνω + μπανιστήρι /  παρατηρήσεις, κατακρίνω, καταλαβαίνω, κατοπτεύω, κιαλάρω, κοιτάζω / κοιτάω / κοιτώ, μαλώνω, μελετάω / μελετώ, μπανίζω, μυρίζομαι, μυρίζω, νιώθω, νογάω, ξεχωρίζω, παίρνω + είδηση / κάβο / νόγα / πρέφα / χαμπάρι, παρακολουθώ, περιεργάζομαι, προσέχω, προσηλώνω + τα μάτια μου / το βλέμμα μου, ρίχνω + ένα βλέμμα / μια ματιά, σηκώνω + τα μάτια μου προς / το βλέμμα μου, σημειώνω, σκέφτομαι, στρέφομαι προς, στρέφω + τα μάτια μου προς / τη ματιά μου προς / την προσοχή μου προς / το βλέμμα μου προς,  συνειδητοποιώ, σχολιάζω, τεντώνω τα μάτια, την λέω, τηράζω / τηράω / τηρώ, τσεκάρω, υποπίπτει στην αντίληψή μου, χαζεύω, ψέγω
.

8/11/09

δίπλα

.
αν συγκριθεί, ανωμαλία, απέναντι, αποδίπλα, γειτνιάζων, γείτονας, γειτονεύων, γειτονικός, γυρτά, διακύμανση, δίπλα-δίπλα, διπλανός, εγγύς, εγγύτερος, εμπρός, εφαπτόμενος, ζάρα, ζαρωματιά, κάτι, κολλητά, κοντά, κοντινός, κοντινότερος, κοντύτερος, κύκλος (χορού), λίγο + παραπέρα / πιο κάτω / πιο 'κεί / πιο πάνω / πιο πέρα, λόξα, λοξά, όμορος, μπροστά, ξαπλωτά, παρακείμενος, παράλληλα / παραλλήλως, παράπλευρα / παραπλεύρως, παρά το πλευρόν, πέρα (από), πιέτα, πλάγια, πλαγιαστά, πλαγίως, πλάι, πλαϊνός, πλάι-πλάι, πλησιέστατα, πλησιέστερος, πλησίον, πολύ κοντά, προς τα πλάγια, πτυχή, πτύχωμα, πτύχωση, ρεβέρ, ρυτίδα, ρυτίδωμα, ρυτίδωση, σβάρνα, σιμά, σούρα, σούφρα, στο πλάι, στο πλευρό, συγκρινόμενος, συγκριτικά / συγκριτικώς, συμπαραστάτης, συνορεύων, τσάκιση, τσαλάκα, τσαλακάδα
.

πρωτοφανής

.
αναπάντεχος, ανατριχιαστικός, ανέλπιστος, άνευ προηγουμένου, ανήκουστος, απίστευτος, από τ'άγραφα, αποτροπιαστικός, απροσδόκητος, ασυνήθης, ασυνήθιστος, εκπληκτικός, καινούργιος, καινοφανής, καταπληκτικός, μοναδικός, νέος, νεοφανής, παράδοξος, πρωτάκουστος, πρωτοεμφανιζόμενος, πρωτοεμφανισθείς, πρωτοφάνερος, πρωτόφαντος, τερατώδης, τρομερός, φοβερός, φρικιαστικός, χωρίς προηγούμενο
.

καθιστώ

.
αναδεικνύω, διορίζω, εγκαθιστώ, καθιστάνω, κάμνω / κάνω, κατασταίνω, ονομάζω, ορίζω, τοποθετώ
.

προνομιούχος

.
αβανταδόρικος, άρχοντας, αφεντικό, (δισ- / πολυ- / τρισ-)εκατομμυριούχος, ευκατάστατος, ευνοηθείς, ευνοούμενος, εύπορος, έχων, κατέχων, λεφτάς, ματσωμένος, παραλής, πασ(σ)άς, πλεονεκτικός, πλούσιος, προικισμένος, πρόκριτος, προνομιακός, προύχοντας, σατράπης, ταλαντούχος, τυχεράκιας, τυχερός, τυχερούλης, φραγκάτος, χαρισματικός
.

μεθύσκω

.
γίνομαι + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σταφίδα / σκνίπα / στουπί / τύφλα / φέσι, ενθουσιάζω, επιφέρω μέθη, κάνω (κάποιον) + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / να καταληφθεί από αισθήματα ευδαιμονίας / να μεθύσει / να το χάσει / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σκνίπα / στουπί / τύφλα / φέσι, κραιπαλάω / κραιπαλώ, λιώνω στο π(ι)οτό, (μεταδίδω / μεταδίνω) + ηδονή / ηδονισμό, μεθάω, μεθοκοπάω / μεθοκοπώ, μεθώ, μπεκριάζω, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πνίγω (κάποιον) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, (παρα)ποτίζω, προκαλώ + ηδονή / ηδονισμό / μέθη, ξετρελ(λ)αίνω, παραπίνω, παραποτίζω (κάποιον), (τα) πίνω, σαπίζω + στο αλκοόλ /στο π(ι)οτό, σουρώνω
.

3/11/09

χάνω

.
αδυνατίζω, αναλίσκω / αναλώνω, αποβάλλω, απόλλυμαι, απολλύω, αποστερούμαι, βγάζω, δεν προλαβαίνω, δευτερεύω, είμαι + κατώτερος / πίσω / σε μειονεκτική θέση / σε μειονεκτική μοίρα / υποδεέστερος, εκχωρώ, εξαντλείται / εξαντλώ, επισκιάζομαι, έρχομαι τελευταίος, έχω απώλεια, ζημιώνομαι, ηττώμαι, θίγομαι, καταναλίσκω / καταναλώνω, μειονεκτώ, μειώνομαι + ηθικά / σε αξία / σε βάρος / σε όγκο, μένω πίσω, μού + κοστίζει / στοιχίζει, μπαίνω στο περιθώριο, νικιέμαι, ξεπέφτω, ξοδεύω, παρουσιάζω ελλείψεις, παύω να έχω, πλήττωμαι, ρισκάρω, σπαταλάω /σπαταλώ, στερούμαι, τίθεμαι στο περιθώριο, τζάμπα + αφιερώνω / δίνω / ξοδεύω κ.λπ., υπολείπομαι, υστερώ, υφίσταμαι + απώλεια / ζημιά / ζημία / ήττα / φθορά, φθείρομαι, φυραίνω, χαραμίζω, ωχριώ (ενώπιον)
.

ερωτώ / ρωτάω / ρωτώ

.
αναρωτιέμαι, αναρωτώ, αντερωτώ, απευθύνω ερώτηση, απορώ, αποτείνομαι, ασχολούμαι, βολιδοσκοπώ, γυρεύω να μάθω, διαπυνθάνομαι, διατυπώνω ερώτηση, διερωτώ, εκφράζω (την) απορία (μου), ενημερώνομαιζητάω / ζητώ + να μάθω / πληροφορίες, θέτω ερώτηση, κά(μ)νω ερώτηση, ξεψαχνίζω, σηκώνω, σκαλίζω, υποβάλλω ερώτηση, ψαρεύω, ψάχνω, ψαχουλεύω
.

θέλω

.
αγαπάω / αγαπώ, αιτούμαι, αναζητώ, αξίζω, αξιώ, αξιώνω, απαιτώ, αποζητώ, αποθυμώ, βάζω στο μάτι, βάλε, βούλομαι, γλείφομαι, γουστάρω, γυρεύω, γυρεύω + με το κερί / φυρί-φυρί, δέχομαι, διατίθεμαι, δίδω / δίνω + τη συγκατάθεσή μου / τη συναίνεσή μου, διεκδικώ, διψάω / διψώ, δοκιμάζω, δώσε (φύλλο / χαρτί), είμαι άξιος, εκζητώ, εννοώ, επιδιώκω, επιζητάω / επιζητώ, επιθυμεί + η καρδιά μου / η ψυχή μου, επιθυμώ, επιχειρώ, εύχομαι, εφίεμαι, έχω + ανάγκη / βάλει στο μάτι / βλέψεις / (τη) διάθεση / λαμβάνειν / όρεξη / (σαν / την / ως) πρόθεση / (σαν / ως) σκοπό / (σαν / ως) στόχο, ζητάω / ζητώ, κάνω + κέφι / όρεξη, καταλαμβάνομαι / κυριεύομαι + από επιθυμία, (δια)κατέχομαι από την επιθυμία, κυνηγώ, λαχταρώ, λιγουρεύομαι, λιμπίζομαι, λιξεύω, με καταλαμβάνει + η δίψα / η επιθυμία / ο πόθος [κ.ά], μου + αξίζει / απομένει / κάπνισε / λείπει / παίρνει / πρέπει / χρωστάς [ / χρωστάει κ.ο.κ.], νοσταλγώ, ονειρεύομαι, ορέγομαι, παίρνω, παραδέχομαι, πεινάω /πεινώ, περιμένω (ρέστα), πληρώνομαι, ποθώ, προσδοκώ, προσπαθώ, προτίθεμαι, προϋποθέτω, ρέγομαι, ρίξε (φύλλο / χαρτί),  σκέφτομαι, σκοπεύω, στέργω, στοχεύω, στρέγω, συγκατατίθεμαι, συναινώ, συμφωνώ, τραβά(ει) + η καρδιά μου / η όρεξή μου / η ψυχή μου, τρέχουν τα σάλια μου, υπογράφω, υπολείπεται, χαλεύω, χρειάζομαι, ψάχνω
.

ασφάλεια

.
αλληλεγγύη, αμεταβλητότητα, άμυνα, ανυπαρξία κινδύνου, (το) απαραβίαστο, απουσία κινδύνου, (το) απρόσβλητο, ασπίδα (προστασίας), αστυνόμευση, αστυνομία, αστυνομική υπηρεσία, αστυνομικό τμήμα, αστυφυλακή, ασυλία, (το) ασφαλές, ασφαλιστική + εταιρεία / κάλυψη / σύμβαση, ασφάλιστρο, ατρωσία, (το) άτρωτο(ν), άτρωτος/-η/-ο, αφοβία, βασιμότητα, βεβαιότητα, διακόπτης (ηλεκτρικού κυκλώματος), διαφύλαξη, (καταβαλλόμενη) εγγύηση (για / προς εξασφάλιση δανείου), εγκοπή (όπλου), εδραιότητα, έλλειψη κινδύνου, εξασφάλιση, θωράκιση, ιατροφαρμακευτική + κάλυψη / παροχή, κάλυψη, κατωχύρωση, κλειδαριά, κλειδωνιά, μονιμότητα, όργανα τάξης, ορθότητα, οχυρότητα, οχύρωση, παγιότητα, πεποίθηση, περιφρούρηση, πόλιτσα, ποσό ασφάλισης, προστασία, προφύλαξη, πυρασφάλεια, σεκιουριτά(δε)ς, σεκιούριτι, σιγουράδα, σιγούρεμα, σιγουριά, σταθερότητα, στερεότητα, συμβόλαιο ασφάλισης, συνοδεία, σωματοφυλακή, (αστυνομικό) τμήμα, φρουρά, φρούρηση, (σωματο)φύλακας, φύλαξη, χωροφυλακή
.

διαδικασία

.
άμιλλα, διαδικαστικό, διεξαγωγή (ενέργειας), δικονομικές διατυπώσεις, δρόμος, εξέλιξη, επεξεργασία, μέθοδος, μπελάς, πορεία, προπαρασκευή, προσπάθεια, ρουτίνα, σειρά + ενεργειών /σκέψεων, συνταγή, σύστημα, τεχνική, τεχνοτροπία, φιλονικία
.

αποκτώ / αποχτώ

.
αγοράζω, αναπτύσσω, αρπάζω, βγάζω, γεννάω / γεννώ, γίνομαι + αφέντης / επικαρπωτής / ιδιοκτήτης / κάτοχος / κτήτωρ(ας) / κύριος, εμφανίζω, εξαγοράζω, εξασφαλίζω, επικτώμαι, ιδιοποιούμαι, κάνωκάνω + δικό μου / κτήμα μου / χτήμα μου, κατακτώ / καταχτώ, καταλαμβάνω, κερδίζω, (υπο)κλέβω / (υπο)κλέπτω, κληρονομώ, λαμβάνω (υπό την κατοχή μου), οικειοποιούμαι, παίρνω, παρουσιάζω, περιέρχεται / πέφτει / φθάνει / φτάνει + στα χέρια μου, προμηθεύομαι, προσαποκτώ, προσαρτώ, προσκτώμαι, τεκνοποιώ, τίκτω, υφαρπάζω, φέρνω στον κόσμο
.

συνώνυμο

.
ίδιας [κ.λπ.] σημασίας, ίδιο [κ.λπ.] σημασιολογικά, ισοδύναμο, ομώνυμο, παραπλήσιο, παρεμφερές, παρεμφερής [κ.λπ.] + έκφραση / λέξη / φράση, παρόμοιο, συγγενικό, συνονόματο, ταυτοσήμαντο, ταυτόσημο
.

βρίσκομαι / ευρίσκομαι

.
ανταμώνω, αντιμετωπίζω, απαντώμαι, βλέπομαι, βλέπω, διασταυρώνομαι, διατελώ, είμαι, εντοπίζομαι, παρευρίσκομαι, έχω ραντεβού, καταλήγω, κείμαι, κυκλοφορώ, σμίγω, σταυρώνω, συμπαραστέκομαι σε κάποιον, συναντιέμαι / συναντώμαι, συναντώ, συναπαντιέμαι / συναπαντώμαι, συναπαντώ, συντυγχάνω / συντυχαίνω, τελώ υπό, τοποθετούμαι, υπάρχω
.
.

2/11/09

ευτελής

.
αθλίας ποιότητας, αναξιοπρεπής, ανάξιος (λόγου), ανεκδιήγητος, αστείος, αχρείας ποιότητας, άχρηστος, β' / γ' / δ' + κατηγορίας / κλάσης / ποιότητας, γελοίος, για + πέταμα / τα μπάζα / τα πανηγύρια / τα σκουπίδια, ελεεινός, ευθηνός, εύκολος, κατώτερης + αξίας / ποιότητας / τιμής, κατώτερου επιπέδου, (πολύ) κοινός, κοινότατος, κωλόπανο, (πολύ) λίγος, μάπα, (πολύ) μέτριος, μετριότατος, μικροπρεπής, (πολύ) μικρός, (της) ντροπής, ντροπιαστικός, (ε)ξευτελιστικός, ουτιδανός, πάμφθηνος / πάμφτηνος, ποταπός, πρόστυχος, σκάρτος, σκατά, σκράπα(ς), ταπεινός, τζάμπα, τζαμπέ, της πλάκας, τιποτένιος, υποτιμητικός, φθηνός /φτηνός, φθηνότατος / φτηνότατος, φτηνιάρης, φτηνιάρικος, χάλια, χαμαιπετής, χαμερπής, χαμηλότερης + αξίας / ποιότητας / τιμής, χαμηλού επιπέδου, χειρίστης ποιότητας
.