31/12/09

πρόσφορος

.
αντ χοκ (ad hoc), απροπό (à propos), αρμόζει, αρμόζων, αρμοστός, ασορτί, βοηθά(ει), δέων, δόκιμος, εμπρέπει, ενδεδειγμένος, ενδεικνύεται, ενδεικνυόμενος, ενδείκνυται, επίκαιρος, επωφελεί, επωφελής, ευάρμοστος, ευεργετικός, εύθετος, εύστοχος, ιδανικός, ικανοποιητικός, ικανός, καίριος, καλός, καλοταίριαστος, κάνει, κολλάει, κατάλληλος, λυσιτελής, όπτιμους (optimus), ό,τι + πρέπει / χρειάζεται, πάει / πηγαίνει (γάντι), πρέπει, πρεπούμενος, πρέπων, προσήκων, προσφέρεται, προσφυής, σκόπιμος, σωστός, ταιριάζει, ταιριασμένος, ταιριαστός, ταμάμ, χρειώδης, χρησιμεύει, χρήσιμος, ωφελεί, ωφέλιμος
.

30/12/09

διορθώνω

.
αλλάζω, αμβλύνω, αναδιαρθρώνω, ανακατασκευάζω, αναμορφώνω, αναπλάθω, αναπλέκω, αναπροσαρμόζω, ανασκευάζω, αναστηλώνω, ανασχηματίζω, ανορθώνω, απαλείφω + βλάβες / ελλείψεις / λάθη / σφάλματα [κ.ά.], απαλύνω, απαμβλύνω, αποκαθιστώ, αφαιρώ, βάζω + γνώση / στη θέση της / στη θέση του, βελτιώνω, διαρρυθμίζω, διασκευάζω, διευθετώ, εκλεπτύνω, ελαττώνω, εξαλείφω + βλάβες / ελλείψεις / λάθη / σφάλματα [κ.ά.], εξαμβλύνω, εξευγενίζω, εξυγιαίνω, επαναφέρω, επανορθώνω, επεξεργάζομαι, επιδιορθώνω, επισκευάζω, ευπρεπίζω, θεραπεύω, καλυτερεύω, κανονίζω, κόβω, κολάζω, λεπτύνω, μαζεύω, μαλακώνω, μεγαλώνω, μειώνω, μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μεταπλάθω, μετατάσσω, μετριάζω, μικραίνω, μπαλώνω, νοικοκυρεύω, ξανασ(ι)άζω, ξαναφέρνω στο σωστό δρόμο, ξαναφ(τ)ιάχνω, ομορφαίνω, παλινορθώνω, παραδειγματίζω, περικόπτω, περιορίζω, περιποιούμαι, περιστέλλω, πληρώνω, πραΰνω, ράβω, ρετουσάρω, σάζω, σιάζω, σιάχνω, σουλουπώνω, στήνω όρθιο, στρώνω, συγυρίζω, συμμαζεύω, συμμορφώνω, συνετίζω, σωφρονίζω, τακτοποιώ, ταχτοποιώ, τελειοποιώ, τιμωρώ, φτιάνω, φτιάχνω
.

29/12/09

αναπτύσσω

.
αναλύω, ανεβάζω, ανοίγω, απλώνω, αποδιπλώνω, αποκτώ, αποσαφηνίζω, αποχτώ, αραιώνω, αυξαίνω, αυξάνω, αφηγούμαι, βγάζω, βελτιώνω, γιγαντώνω, δημιουργώ, διαδίδω, διασαφηνίζω, διαφωτίζω, διευκρινίζω (περαιτέρω), διευρύνω, διηγιέμαι, διηγούμαι, διογκώνω, εκδηλώνω, εκθέτω, εκπολιτίζω, εκτείνω κατά μέτωπο, εμπλουτίζω, εμφανίζω, ενδυναμώνω, εξαπλώνω, εξελίσσω, εξετάζω, εξηγώ (λεπτομερώς), εξιστορώ, επεκτείνω, επεξηγώ, επιμηκύνω, επιφέρω + ανάπτυξη / άπλωση / αύξηση / μεγέθυνση [κ.ά.], ερμηνεύω, ευρύνω, θεραπεύω, θεριεύω, καλλιεργώ, καλυτερεύω, κάνω + ανάλυση / λιανά / να προοδεύσει, μεγαλώνω, μεγεθύνω, μετακινώ, μορφώνω, ξαπλώνω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, ογκώνω, παρουσιάζω, πλατύνω, πραγματεύομαι, προάγω, υψώνω, φτάνω
.

προτεραιότητα

.
αρχαιότητα, περνά(ει) + πρώτα / πρώτη / πρώτο / πρώτος [κ.λπ.], προβάδισμα, (δικαίωμα) προήγηση(ς), πρωτοτόκ(ε)ια, σειρά, τον πρώτο λόγο
.
.

25/12/09

συμπαράσταση

.
αγάπη, αλληλεγγύη, βοήθεια, ενίσχυση, στήριγμα, συμμετοχή, συμπαραστάτης, συναντίληψη, σύναρση, συνδρομή, υποστηρικτής, υποστήριξη
.

ψυχή

.
αγάπη, αίμα (της καρδιάς), αισθήματα, ανδρεία, άνθρωπος, ανιδιοτέλεια, ανωτερότητα (φρονήματος), (ψυχικά) αποθέματα, άτομο, άυλο, αφοβία, γενναιότητα, γενναιοψυχία, διάθεση, δραστηριότητα, δύναμη (θέλησης), ενέργεια, ενεργητικότητα, εσωτερικός κόσμος, ευγένεια + φρονήματος / ψυχής, ευτολμία, ευψυχία, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια, ζωτικότητα, ηθική υπόσταση, θαρραλέα αντιμετώπιση δεινών, θάρρος, καλή / καλό / καλός, κανείς, κανένας, καρδιά, κεφάλι, κλειδί, κουράγιο, κύριος συντελεστής, λάδι, λατρεία, μεγαλοψυχία, ον, όρεξη, ουδείς, πάθος, πεμπτουσία, πεταλούδα, πίστη, πλάσμα, πνεύμα, πνευματική υπόσταση, πνοή, πρόσωπο, σθεναρότητα, (ψυχικό) σθένος, σπλάχνα, συναίσθημα / συναίσθηματα, σωθικά, υψηλοφροσύνη, φλόγα, φυλλοκάρδια, φύλλα της καρδιάς, φύσημα, χαρακτήρας, χρυσέ / χρυσή / χρυσό, ψυχεράδα, ψυχική ευστάθεια, ψυχισμός, ψυχοσύνθεση
.

ξεβουλώνω

.
αναπωμάζω, αναπωματίζω, ανοίγω, απεμφράσσω, αποπωματίζω, αποσφραγίζω, αποφράζω, βγάζω, εκπωματίζω, εκφράσσω, εκφράττω, ξεκαπακώνω, ξεστου(μ)πώνω, ξεσφραγίζω, ξεταπώνω, ξεφράζω
.

23/12/09

σπρώχνω

.
αβαράρω, απαυτώνω, αποδιώχνω, απομακρύνω, απωθώ, ασκώ + δύναμη / πίεση, αψώνω, βάζω + δύναμη / στα αίματα, βιάζω, βοηθάω, βοηθώ, γαμάω, γαμώ, γίνομαι αιτία, διαγκωνίζομαι, δίνω + σπρωξιά / συμβουλή / ώθηση [κ.λπ.], διώχνω, ενθαρρύνω, εξορκίζω, εξωθώ, επισπεύδω, επιταχύνω, κάνω / κάμνω, κάνω σεξ, κεντρίζω, κινώ, μετακινώ, μετατοπίζω, παίρνω, παραγκωνίζω, παρακινώ, παραμερίζω, παρορμώ, παροτρύνω, παρωθώ, πατάω, πατώ, πάω, πετάω, πετώ, πηγαίνω, πηδάω, πηδώ, πιέζω, προκαλώ, προτρέπω, προχωράω, προχωρώ, προωθώ, σκουντάω, σκουντώ, σπιρουνίζω, στριμώχνω, σφίγγομαι, συμβουλεύω, υποδεικνύω, υποκινώ, υπομοχλεύω, υποστηρίζω, φθάνω, φουσκώνω, φτάνω, φυσάω, φυσώ, ωθώ
.

αντίληψη

.
αισθήσεις, αίσθηση, αντιληπτικό(τητα), άποψη, αρωγή, βοήθεια, γνώμη, γνωστικό, διανοητική ικανότητα, δοξασία, εκδοχή, εντύπωση, εξυπνάδα, ερμηνεία, θεώρηση, ιδέα, κατάληψη, κατανόηση, κοσμοθεωρία, κρίση, μυαλό, νόηση, νοοτροπία, νους, οπτική γωνία, πνεύμα, πνευματικός ορίζοντας, πεποίθηση, πίστη, προστασία, σκοπιά, σύλληψη, τσερβέλο, φρόνημα
.

ενοχλητικός

.
άβολος, αγκάθι, αγκίδα, ακάνθινος, ακανθώδης, αλογόμυγα, ανιαρός, ανυπόφορος, άτακτος, άτοπος, βαρετός, βάρος, βαρυντικός, βάσανο, (α)βδέλλα, βεντούζα, βραχνάς, δαίμονας, δαιμόνιο, δηκτικός, δια(β)ολάκος, διά(β)ολος, δυσάρεστος, δυσχεραντικός, εκνευριστικός, εμπόδιο, επιβάρυνση, επιβαρυντικός, εριστικός, ζαλιάρης, ζιζάνιο, ζοχάδα, κερατένιος, κολλητσίδα / κολλιτσίδα, κουνούπι, κουραστικός, κουσούρι, κωλόπαιδο, μόλιτσα, μπελαλής, μπελαλίδικος, μπελάς, μπέρδεμα, μπλέξιμο, οχληρός, παράσιτο, παρενοχλητικός, πειρακτικός / πειραχτικός, πονοκέφαλος, σκνίπα, σκοτούρα, σπασαρχίδης, σπαστικός, σταυρωτής, στενός (κορσές), ταλαιπωρία, τριβέλι, τσιμπούρι, φορτικός, φόρτος, φόρτωμα, χτικιό, ψώρα
.

.

συμμετοχή

.
ανάμ(ε)ιξη, αρωγή, βοήθεια, εισφορά, επικουρία, κοινωνία, λεπτά, λεφτά, μέθεξη, μετάληψη, μετοχή, παρέμβαση, παρουσία, πλάτη, προσεπικουρία, στήριξη, συμβολή, συμπαράσταση, σύμπραξη, συνδρομή, συνεισφορά, συνεργασία, υποστήριξη, φράγκα, χρήμα(τα)
.

επιτυχία

.
αίσια έκβαση, αίσιο + αποτέλεσμα / τέλος, αναγνώριση, ανάδειξη, αποτέλεσμα, αποτελεσματικότητα, δημοτικότητα, διάκριση, διασημότητα, εκτέλεση, επίτευγμα, επίτευξη + επιδίωξης / ονείρου / σκοπού / στόχου [κ.λπ.], (το) επιτευχθέν, ευδοκίμηση, ευόδωση, εύρεση στόχου, ευστοχία, ευτυχία, καλή + έκβαση / επίδοση,  καρποφόρηση, κατευόδωμα, κατευόδωση, κατόρθωμα, κατόρθωση, μπεστ-σέλερ, νίκη, πέραση, πραγματοποίηση, πραγμάτωση, πρόκομμα, προκοπή, πρόοδος, ρεκόρ, σουξέ, τελεσφόρηση, τύχη
.

22/12/09

κλέβω

.
αντιγράφω, απάγω, απατώ, αρπάζω, αφαιρώ, βουτάω / βουτώ, βρίσκω, γδέρνω, γδύνω, δανείζομαι, διαρπάζω, διαρρηγνύω, είμαι + απατεώνας / κλέφτης [κ.λπ.], επιτυγχάνω με + απάτη / δόλο, ιδιοποιούμαι, καταχρώμαι, κοροϊδεύω, κάνω + απαγωγή / απατεωνιά / απάτη / διάρρηξη / ζαβολιά / κλεψιά / κλοπή / κομπίνα, κλέπτω, κόβω δρόμο, λαθροχειρώ, λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, λογοκλοπώ, λωποδυτώ, μετατυπώνω, μιμούμαι, ξεγελάω / ξεγελώ, οικειοποιούμαι, παίρνω, πετυχαίνω με + απάτη / δόλο, σφετερίζομαι, την φέρνω, τρώ(γ)ω, τσιμπάω / τσιμπώ, υπεξαιρώ, υφαρπάζω, φοροδιαφεύγω
.

ανερμάτιστος

.
αβέβαιος, ακατάρτιστος, αλλοπρόσαλλος, αμόρφωτος, αμφικλινής, αμφιταλαντευόμενος, ασταθής, άσταθος, αστατικός, άστατος, αστήριχτος, ευμετάβλητος, ευμετάβολος, ημιμαθής, κουτσογραμματισμένος, λιγογράμματος, μισογραμματισμένος, ολιγομαθής, ταλαντευόμενος, χωρίς + βάση / έρμα / σταθερές αρχές
.

υποστηρικτής

.
αντιλήπτωρ(ας), αρωγός, βοήθεια, βοηθητής, βοηθός, βοηθών, ενισχυτής, επίκουρος, ευεργέτης, θιασώτης, οπαδός, παραστάτης, παραστεκάμενος, προστάτης, στήριγμα, συμβοηθός, σύμμαχος, συμπαραστάτης, συνεισφέρων, συνεργάτης, συνήγορος, συντρέχτης, υπερασπιστής, υποστήριγμα, υποστήριξη, φίλος, χείρ(α) / χέρι + βοηθείας, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, ψυχοθεραπευτής, ψυχολόγος
.

ποταπός

.
αναξιοπρεπής, ελεεινός, ευτελής, κωλόπανο, (πολύ) λίγος, μικροπρεπής, (πολύ) μικρός, μιχροχαρής, μικρόχαρος, μικρόψυχος, ουτιδανός, πρόστυχος, ταπεινός, τιποτένιος, υποτιμητικός, χαμαίζηλος, χαμαιπετής, χαμερπής
.

προωθώ

.
βγάζω, δίνω (ώθηση), επισπεύδω, οδηγώ πιο πέρα, πάω, πηγαίνω, προάγω, προβάλλω, προβιβάζω, σπρώχνω, υποστηρίζω, ωθώ προς + τα μπρος / τα πάνω
.

εκθέτω

.
αναλύω, αναπτύσσω, ανιστορώ, αφηγούμαι, γελοιοποιώ, δείχνω, διασύρω, διηγούμαι, δυσφημώ, εκφράζω, εμφανίζω, εξετάζω, εξευτελίζω, εξηγώ, εξιστορώ, επιδεικνύω, θέτω + έξω / σε κίνδυνο / σε κοινή θέα, ιστορώ, καθρεπτίζω / καθρεφτίζω, κακολογώ, κάνω λιανά, ξεγυμνώνω, ξεσκεπάζω, ξευτιλίζω, μειώνω, μιλώ, παρουσιάζω (+ δημόσια / δημοσίως), περιγράφω, προβάλλω + δημόσια / δημοσίως, ρεζιλεύω, συκοφαντώ, τοποθετώ έξω, υποβάλλω σε επίδραση, φωτίζω
.

21/12/09

πλάγιος

.
αντικανονικός, από αγχιστεία, αποκλίνων, γερμένος, γε(ι)ρτός, γυρτός, δεύτερου βαθμού, διπλανός, εγκάρσιος, εκκλινής, έμμεσος, εξ αγχιστείας, επικλινής, κατεργάρικος, κατωφερικός, κεκλιμένος, κυρτός, λοξός, πανούργος, παράγωγος, παρακείμενος, παράνομος, παράπλευρος, παράτροπος, πλαγιασμένος, πλαγιαστός, πλαγινός, πλαϊνός, πονηρός, σκοτεινός, τρίτου βαθμού, ύπουλος
.

προσπαθώ

.
αγωνίζομαι, αποπειρώμαι, βάζω τα δυνατά μου, δοκιμάζω, ενεργώ ώστε, επιχειρώ, εργάζομαι, κάνω + απόπειρα / ό,τι μπορώ / προσπάθεια / τ'αδύνατα δυνατά / τον κόπο / το παν, καταβάλλω + δύναμη / προσπάθεια, κόβω το λαιμό μου, λαμβάνω τον κόπο, μοχθώ, μπαίνω στον κόπο, παιδεύομαι, παλεύω, πασχίζω, πολεμώ, σφίγγομαι, υποβάλλομαι στον κόπο, ψάχνω
.

συμμερίζομαι

.
αναγνωρίζω, αποδέχομαι, ασπάζομαι, βάζω την υπογραφή μου σε..., δέχομαι, εγκρίνω, είμαι συμμέτοχος σε..., ενστερνίζομαι, κατανοώ, μοιράζομαι, νογώ, νιώθω, νιώνω, ομογνωμονώ με..., ομοδοξώ με..., ομοφρονώ με..., ομοφωνώ με..., παραδέχομαι, προσυπογράφω, συμμετέχω σε..., συμπλέω με..., συμφωνάω / συμφωνώ με..., συναισθάνομαι, συνυπογράφω, υιοθετώ, υπογράφω (και με τα δυο μου χέρια), χαιρετίζω
.

σπουδάζω

.
ασχολούμαι με, βοηθάω / βοηθώ / φροντίζω / χρηματοδοτώ + κάποιον που σπουδάζει, διδάσκομαι, ειδικεύομαι, εκπαιδεύομαι, εξειδικεύομαι, κάνω, καταγίνομαι με, μαθαίνω, μαθητεύω, μελετάω / μελετώ, μορφώνομαι, παρέχω τα μέσα για σπουδές, συμμαθητεύω, συσπουδάζω, συμφοιτώ, φοιτώ
.

επιτελώ

.
βγάζω, εκτελώ, επιτυγχάνω, επιτυχαίνω, κάνω, πετυχαίνω, πραγματώνω, πραγματοποιώ, τελώ, φέρω εις πέρας
.

πραγματοποιώ

.
βγάζω, διενεργώ, διεξάγω, εκπληρώνω, εκτελώ, επιτελώ, επιτυγχάνω, επιτυχαίνω, θέτω σε εφαρμογή, κάνω, κάνω πράξη, καταφέρνω, κατορθώνω, κρατάω / κρατώ, ολοκληρώνω, πετυχαίνω, πραγματώνω, προβαίνω σε, προσθέτω στο ενεργητικό μου, τηρώ, υλοποιώ, φέρω εις πέρας
.

18/12/09

ιδανικό

.
αντιστοιχεί (ακριβώς), (ακριβώς) αντίστοιχο, ανύπαρκτο, άξιο, απόλυτο, απροπό (à propos), άριστο, αρμόδιο, αρμόζει, αρμόζον, αρμονικό, αρμοστό, άρτιο, ασορτί, ασύγκριτο, ασύλληπτο, ασυναγώνιστο, άψογο, βέλτιστο, βολεύει, βολικό, δεν + παίζεται / συγκρίνεται / υπάρχει [κ.ά.], δέον, δόκιμο, ενδεδειγμένο, ενδεικνύεται, ενδεικνυόμενο, ενδείκνυται, εξυπηρετεί, εξυπηρετικό, (ύψιστη) επιδίωξη, επίκαιρο, επιτήδειο, επωφελεί, επωφελές, ευάρμοστο, θεωρητικό, ιδέα, ιδεατό, ιδεώδες, καλό, καλοταίριαστο, (το) καλύτερο, καμωμένο, κάνει, κατάλληλο, κολλάει, μοντέλο, νοητό, όνειρο, ό,τι + καλύτερο / πρέπει / χρειάζεται [κ.ά.], ό,τι πιο + αρμόδιο / αρμόζον / αρμοστό / βολικό / δόκιμο / ενδεδειγμένο / ενδεικνυόμενο / εξυπηρετικό / επίκαιρο / επωφελές / ευάρμοστο / καλό / ταιριαστό / φανταστικό [κ.ά.], πάει, πηγαίνει, (το) πλέον + αρμόδιο / αρμόζον / αρμοστό / βολικό / δόκιμο / ενδεδειγμένο / ενδεικνυόμενο / εξυπηρετικό / επίκαιρο / επωφελές / ευάρμοστο / ταιριαστό / φανταστικό / χρήσιμο [κ.ά.], ονειρεμένο, ονειρευτό, όνειρο, ουτοπία, ουτοπικό, παραδειγματικό, παραδεισένιο, παράδεισος, πνευματικό, προσφέρεται, πρόσφορο, πρότυπο, σκιώδες, (ύψιστος) σκοπός, σούπερ, σωστό, ταιριάζει (ακριβώς), ταιριαστό, ταμάμ, τέλειο, τελειότατο, τελικός πόθος, το πιο + αρμόδιο / αρμόζον / αρμοστό / βολικό / δόκιμο / ενδεδειγμένο / ενδεικνυόμενο / εξυπηρετικό / επίκαιρο / επωφελές / ευάρμοστο / καλό / ταιριαστό / φανταστικό / χρήσιμο / ωφέλιμο [κ.ά.], υπάρχον ως ιδέα, υπερτέλειο, υπέροχο, υπέρτερο, υποδειγματικό,  φανταστικό, φιλοδοξία
.

17/12/09

δύσκολος

.
άβολος, αίνιγμα, αινιγματικός, ακανθώδης, ακατόρθωτος, ανάποδος, αντίξοος, ανώμαλος, απαιτητικός, απροσάρμοστος, άτακτος, βάρος, βαρύς, βάσανο, βουνό, γαμήσι, γεμάτος + δυσκολίες / εμπόδια, Γολγοθάς, γρίφος, γριφώδης, δαιδαλώδης, (μεγάλη / ολόκληρη) διαδικασία, δυσανάγνωστος, δυσάρεστος, δύσβατος, δυσεξήγητος, δυσεπίλυτος, δυσεπίτευκτος, δύσκαμπτος, δυσκολεύει, δυσκολογιάτρευτος, δυσκολοδιάβαστος, δυσκολοδούλευτος, δυσκολοκάμωτος, δυσκολονόητος, δυσκολοξεδιάλυτος, δυσκολοπέραστος, δυσνόητος, δυσπροσάρμοστος, δύστροπος, δυσυπέρβλητος, δυσχεραντικός, δυσχερής, εκλεκτικός, επικίνδυνος, εργώδης, ευερέθιστος, ζιζάνιο, ζόρικος, ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος, (μεγάλη / ολόκληρη) ιστορία, κοπιαστικός, κοπιώδης, κόπος, λαβύρινθος, με + απαιτήσεις / δυσκολίες / εμπόδια, μετ'εμποδίων, μίζερος, μπελαλής, μπελαλίδικος, μπελάς, μπέρδεμα, μπερδεμένος, μυστηριώδης, ολισθηρός, ομιχλώδης, παλούκι, παράξενος, παρουσιάζει + δυσκολία / δυσκολίες, περίεργος, περιπετειώδης, περίπλοκος, πίπα, πολύπλοκος, πονοκέφαλος, πούτσα, πρόβλημα, προβληματικός, προκαλεί + δυσκολία / δυσκολίες, σκοτούρα, σοβαρός, σπαζοκεφαλιά, στενός, στριμμένος, στριμόκωλος / στρυμόκωλος, σύνθετος, ταλαιπωρία, τσιμπούκι, υψηλής δυσκολίας, υψηλού βαθμού δυσκολίας, φασαρία
.

υποχρέωση

.
αγγαρεία, αναγκαιότητα, ανάγκαση, αναγκασμός, βία, δέσμευση, δουλειά, εκβίαση, εκβιασμός, εξαναγκασμός, επιβολή, (ηθική) επιταγή, ευγνωμοσύνη, ζόρι, ζοριλίκι, (ανειλλημένο) καθήκον, καταναγκασμός, οφειλή (χάριτος), περιορισμός, πίεση, ραντεβού, στανιό, συνάντηση, το + αναγκαίο / βάρος / δέον / επάναγκες / επιβαλλόμενο / επιβεβλημένο / πρέπον, (ανειλλημένο / ηθικό) χρέος (ευγνωμοσύνης)
.

προμηθεύομαι

.
αγοράζω, αποκτώ, βουτάω, βρίσκω, εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι, ξετρυπώνω, παίρνω, ψωνίζω
.

15/12/09

κακός

ΣΗΜ.: Επειδή πρόκειται για μία λέξη η οποία δύναται να σημαίνει πάρα πολλά, τα συνώνυμά της είναι σχεδόν άπειρα. Ανάλογα με την περίσταση, κάποια από τα παρακάτω συνώνυμα μπορούν να σημαίνουν ακόμα και "καλός"!



.
αβάσιμος, άγριος, αδέξιος, αδιάφορος, αηδιαστικός, αιμοβόρος, αισχροποιός, αισχρός, αισχρουργηματικός, αισχρουργός, ακαλαίσθητος, ακατάλληλος, ανάγωγος, ανακριβής, αναξιόπιστος, ανάξιος (λόγου), ανάποδος, ανεπαρκής, ανεπιθύμητος, ανήθικος, ανίκανος, ανόητος, ανυπάκουος, ανώμαλος, απαίσιος, απαράδεκτος, απατεώνας, απείθαρχος, απευκταίος, απεχθής, απόβλητος, αποδοκιμαζόμενος, αποκρουστικός, απορριπτέος, απορρίψιμος, απρεπής, απρόσεκτος / απρόσεχτος, απρόσφορος, αρνητικός, αρχίδι(α), άσκημος, άστοχος, άστρωτος, ασυνεπής, άσχημος, άτακτος, ατελής, άχαρος, αχρείος, άχρηστος, β' / γ' / δ' + διαλογής / κατηγορίας / κλάσης / ποιότητας, βεελζεβούλειος, βλαβερός, βλάκας, για + ανακύκλωση / κλάματα / πέταμα / τα μπάζα / τα πανηγύρια / τα σκουπίδια, δεν αξίζει (μία/τίποτα), δηλητηριώδης, διαβολικός, διεστραμμένος, δόλιος, δυσάγωγος, δυσάρεστος, δύσβατος, δυσκολομεταχείριστος, δύσκολος, δυσμενής, δύσμορφος, δυσοίωνος, δύσοσμος, δυσφημιστικός, δυσχερής, δύσχρηστος, δυσώνυμος, εθελόκακος, ελαττωματικός, εμπαθής, επίβουλος, επιζήμιος, επικίνδυνος, εχθρικός, εχθρός, ζόρικος, θανατηφόρος, κακεντρεχής, κακής/κακιάς + ποιότητας, κακόβουλος, κακογλωσσάς, κακόγλωσσος, κακοήθης, κακοθελητής, κακοκαμωμένος, κακολόγος, κακόμορφος, κακόπιστος, κακοπληρωτής, κακοποιός, κακοπροαίρετος, κακοραμμένος, κακοτάξιδος, κακοτράχαλος, κακότροπος, κακοτυπωμένος, κακόφημος, κακοφτιαγμένος, κακόφτιαχτος, κακοφυής, κακόφωνος, κακοψημένος, κακόψητος, κακόψυχος, καρκινογόνος, καταστρεπτικός, κάτω από τη βάση, κατώτερης + αξίας / ποιότητας / τιμής, κατώτερος, κατώτερου επιπέδου, κλέφτης, (πολύ) κοινός, κοινότατος, κωλόπαιδο, λάθος, λανθασμένος, (πολύ) λίγος, μάγκας, μαλάκας, μαλακία, μάπα, (πολύ) μέτριος, μετριότατος, μεφιστοφελικός, μη αποδεκτός, μικροπρεπής, (πολύ) μικρός, μούτρο, μοχθηρός, (της) ντροπής, ντροπιαστικός, (ε)ξευτελιστικός, οικτρός, ολισθηρός, ουτιδανός, οχιά, παρακατιανός, πλήρης κακίας, πονηρός, ποταπός, προβληματικός, προσβλητικός, πρόστυχος, σαθρός, σάπιος, σατανικός, σκάρτος, σκατά, σκληρός, σκορπιός, σκράπα(ς), σκυλί, σκύλος, σοβαρός, στραβός, σφαλερός, τέρας, της + κακιάς ώρας / πλάκας / πούτσας / συφοράς, φθοροποιός, του + κώλου / μηδέν / μηδενός / πούτσου / σωρού, τρικυμιώδης, υβριστικός, υποδεέστερος, ύπουλος, φάλτσος, φαρμακιάρης, φαρμακομύτης, φαύλος, φίδι κολοβό, φθονερός, φουρτουνιασμένος, φτηνιάρικος, φτηνός, χαζός, χαιρέκακος, χαλασμένος, χαλεπός, χάλια, χαμηλής + αξίας / ποιότητας, χαμηλού επιπέδου, χωρίς αξία
.
 

14/12/09

αναγνωρίζω

.
ανεγνωρίζω, αποδέχομαι, γνωρίζω, δεν αρνούμαι, δέχομαι, δέχομαι ως + αληθές / έγκυρο / θεμιτό / νόμιμο, εγκρίνω, είμαι ευγνώμων για..., εκτιμώ, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, επικροτώ, επικυρώνω, θεωρώ + αληθές / έγκυρο / θεμιτό / νόμιμο, θυμάμαι, καθιστώ έγκυρο, κατακυρώνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, μολογώ, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, ξέρω να + εκτιμώ / επικροτώ, ομολογώ, παραδέχομαι, παραδέχομαι ως + αληθές / έγκυρο / θεμιτό / νόμιμο, προσδίδω κύρος, σουσουμιάζω, συμμερίζομαι, συμφωνώ, υιοθετώ
.

συμμαχία

.
βοήθεια, εν όπλοις αδελφότης, επιμαχία, καρτέλ, κοινό μέτωπο, κοινοπραγία, κοινοπραξία, ΝΑΤΟ, οργανισμός, συμμαχητές, σύμμαχοι, συμπολεμιστές, σύμπραξη, συμφωνία, σύμφωνο, συναγωνιστές, συνασπισμός, συνεργασία
.

πετυχαίνω

.
ανταμώνω, αξιώνομαι, αποδίδω, βάζω, βλέπω + προκοπή / τυχαία, βρίσκω (το στόχο), διακρίνομαι, εξασφαλίζω, εξελίσσομαι + καλά / κατ'ευχήν, επιτελώ, επιτυγχάνω, επιτυχαίνω, ευδοκιμώ, ευθυβολώ, ευοδούμαι, ευοδώνομαι, ευστοχώ, ευτυχώ, έχω επιτυχία, καρποφορώ, καταλαβαίνω, καταφέρνω, κατορθώνω, κερδίζω, κτυπάω / κτυπώ, λαχαίνω, μαντεύω (+ ορθά / σωστά), νικάω / νικώ, παίρνω, πάω / πηγαίνω + καλά / πρύμα, περνάω / περνώ, πιάνω, πλήσσω / πλήττω, πραγματοποιώ, προβλέπω (+ ορθά / σωστά), προκόβω, σημειώνω επιτυχία, σκοράρω, συναντάω / συναντώ (τυχαία), συναπαντώ, συντυχαίνω, τελεσφορώ, τυχαίνω, φέρω εις πέρας, φτουράω, χτυπάω / χτυπώ
.

μετριάζω

.
αδυνατίζω, αμβλύνω, ανακουφίζω, απαλύνω, απαμβλύνω, αφαιρώ, διορθώνω, ελαττώνω, εξαμβλύνω, καλμάρω, κάνω + αβαρίες / έκπτωση / μέτρια / μέτριο / σκόντο, καταπραΰνω, κατευνάζω, κόβω, κολάζω, λιγοστεύω, μαζεύω, μαλακώνω, μειώνω, μεταβάλλω, μικραίνω, περικόπτω, περιορίζω, περιστέλλω, πραΰνω, συγκερνώ, συγκιρνώ, συγκρατώ, υποστέλλω, χαλαρώνω, χαμηλώνω, ψαλιδίζω
.

αναζήτηση

.
αναγύρεμα, ανερεύνηση, αποζήτηση, γύρεμα, διερεύνηση, εκζήτηση, επιδιώξεις, επιδίωξη, επιζήτηση, επιθυμία, καταζήτηση, νοσταλγία, πόθος, ψάξιμο
.

νωθρός

.
ακαμάτης, ανεπρόκοπος, αργός, βαρεμένος, βραδυκίνητος, βραδύς, δυσκίνητος, κοιμάται, κοιμισμένος, μανός, νωχελής, οκνηρός, οκνός, ράθυμος, ταβλαμπάς, ταβραμπάς, τα ζα μου / τα ζώα μου + αργά, τεμπέλης, χαύνος
.

διαπιστώνω

.
ανακαλύπτω, αποδεικνύω, βεβαιούμαι, βεβαιώνομαι, βλέπω, διακριβώνω, εξακριβώνω, επιβεβαιώνω, επισημαίνω, καταλήγω, κρίνω, πείθομαι, συμπεραίνω
.

οίστρος

.
αλογόμυγα, απεραντολογία, απομυζητικό, διέγερση, δίπτερο, (δαιμόνια / υπερβολική) έμπνευση, (παράφορος) ενθουσιασμός, (ποιητική) έξαρση, έξαψη, ευθυμία, κέφι, (θεία) μανία, οιστρηλασία, πνοή, υπερδιέγερση, (ποιητική) φλόγα (ενθουσιασμού), φλυαρία
.

13/12/09

λειτουργία

.
άνοιγμα, αντίδραση, δουλειά, δραστηριότητα, ενέργεια, εργασία, εφαρμογή, Θεία Ευχαριστία, ιερουργία, κίνηση, μηχανισμός, τελετουργία
.

εστιάζω

.
επικεντρώνω, καθηλώνω, μαζεύω, περιορίζω, συγκεντρώνω, συσπειρώνω
.

8/12/09

δυσάρεστος

.
αγκάθι, αηδής, αηδιαστικός, ανεπιθύμητος, άνοστος, αντιπαθής, αντιπαθητικός, αποκρουστικός, απωθητικός, άσκημος / άσχημος, άτοπος, αψός, αψύς, γλοιώδης, δηκτικός, εκνευριστικός, ενοχλητικός, θλιβερός, κακός, καυστικός, κερατένιος, λυπηρός / λυπητερός, μπελάς, οδυνηρός, οχληρός, πειρακτικός / πειραχτικός, πικραντικός, πικρός, πικρόχολος, σιχαμένος, σιχαμερός, σπαστικός, τσουχτερός, φαρμακερός, φορτικός, χαλεπός
.

σκάρτος

.
αθλίας ποιότητας, άθλιος, ακατάλληλος, ανάξιος, ανάπηρος, ανεκδιήγητος, ανεπιθύμητος, ανίκανος, απαράδεκτος, αποβλητέος, απορριπτέος, απορρίψιμος, αρχίδια, άσκημος / άσχημος, ατελής, αχρείας ποιότητας, αχρείος, άχρηστος, για + ανακύκλωση / κλάματα / πέταμα / τα μπάζα / τα πανηγύρια / τα σκουπίδια, δεν αξίζει (μία/τίποτα), ελαττωματικός, ελεεινής ποιότητας, ελεεινός, ένα + μηδενικό / τίποτα, ευτελής, κακής / κακιάς + ποιότητας, κάκιστος, κακός, κάλπικος, κωλόπαιδο, κωλόπανο, μαλακία, μάπα, μπαρούφα, οικτρός, παρακατιανός, πλαστός, προβληματικός, πρόστυχος, σαθρός, σκατά, της + κακιάς ώρας / πλάκας / πούτσας, σκράπα(ς), τιποτένιος, του + κώλου / μηδέν / μηδενός / πούτσου / σωρού / χειρίστου είδους, υποδεέστερος, χαλασμένος, χάλια, χειρίστης ποιότητας, χωρίς αξία, ψεύτικος
.

5/12/09

πετάω / πετώ

.
αγερολάμνω, αεροβατώ, αιθεροβατώ, αιωρούμαι, ακοντίζω, αναδύω, αναπεταρίζω, αναπέτομαι, ανατρέπω, αναχωρώ, ανεβαίνω, αποβάλλω, απογειώνομαι, αποκλείω, απομακρύνομαι, απομακρύνω, απολύω, απορρίπτω, αποτινάζω, απωθώ, αφανίζω, αφίπταμαι, βάζω στο περιθώριο, βάλλω, βγάζω / βγάνω, βλαστάνω, βροντάω (χάμω), γαμάω / γαμώ (και δέρνω), γκρεμίζω, γοργοδιαβαίνω, διασπαθίζω, διασχίζω + τον αέρα / τον ουρανό / τους αιθέρες, διίπταμαι, δίνω (περιφρονητικά), διώχνω, είμαι + σε φόρμα / σε αεροπλάνο / φορμαρισμένος, εκβλαστάνω, εκσφενδονίζω, εκτελώ χρέη πιλότου, εκτινάσσω, εκτοξεύομαι, εκτοξεύω, εκφύω, ενθουσιάζομαι, εξακοντίζω, εξανεμίζω, εξαφανίζομαι, επιβαίνω σε + αεροπλάνο / ελικόπτερο κ.ά., ζυγαρίζω, ζυγιάζομαι, ζυγίζομαι, θέτω στο περιθώριο, ίπταμαι, κάνω + σαν τρελος / υπαινιγμό, καταδαπανώ, κατακρημνίζω, κατασκορπίζω, κατασπαταλάω / κατασπαταλώ, κατευθύνομαι, λάμνω, λέω, μένω στον αέρα, μεταφέρω, ξεπετάω / ξεπετώ, ξεφορτώνομαι, οδηγάω / οδηγώ, ουρανοβατώ, ουρανοπλοώ, ουρανοπορώ, παίρνω + αεροπλάνο / ελικόπτερο / πτήση κ.ά., παραγκωνίζω, παραμερίζω, παραπετάω / παραπετώ, παραρίχνω, παρέρχομαι, παύω, πάω, περιθωριοποιώ, περιίπταμαι, περνάω / περνώ, πεταλουδίζω, πεταρίζω, πέτομαι, πηγαίνω, πηδάω / πηδώ, πιλοτάρω, προεξέχω, πτερυγίζω, ρίπτω, ρίχνω (στα σκουπίδια), σκίζω, σκορπάω, σκορπίζω, σκορπώ, σπαταλάω / σπαταλώ, σπρώχνω, συνοδεύω, ταξιδεύω, τρελ(λ)αίνομαι, τρέχω, υπαινίσσομαι, υπερίπταμαι, υποσκελίζω, υψώνομαι, φεύγω, φλετουράω / φλετουρώ, φτεροκοπάω / φτεροκοπώ, φτερουγίζω, χάνομαι, χαραμίζω, χειροβολώ, χοροπηδάω / χοροπηδώ
.

απτός

.
αγγίζεται, αισθητός, αναμφισβήτητος, αυταπόδεικτος, βέβαιος, έμπρακτος, θετικός, καθαρός, καταφανής, ξεκάθαρος, ολοφάνερος, ορισμένος, πασπατευτός, πιάνεται, σαφέστατος, σαφής, συγκεκριμένος, χεροπιαστός / χειροπιαστός, ψαυστός, ψηλαφιέται, ψηλαφητός
.

αποκλειστικός

.
αποκλείει, αποκλείων, ατομικός, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, (ένας και) μοναδικός, μόνος, προσωπικός
.

2/12/09

κατάλληλος

.
ανθρωπινός, αντιστοιχεί, αντίστοιχος, αντ χοκ (ad hoc), άξιος, απροπό (à propos), αρμόδιος, αρμόζει, αρμόζων, αρμοστός, ασορτί, βέλτιστος, βοηθά(ει), δέων, δόκιμος, εμπρέπει, ενδεδειγμένος, ενδεικνύεται, ενδεικνυόμενος, ενδείκνυται, εξυπηρετεί, επίκαιρος, επιτήδειος, επωφελεί, επωφελής, ευάρμοστος, ευεργετικός, εύθετος, εύλογος, εύστοχος, ιδανικός, ικανοποιητικός, ικανός, καίριος, καλός, καλοταίριαστος, καλύτερος, καμωμένος, κάνει, κολλάει, λογικός, λυσιτελής, οικείος, όπτιμους (optimus), ό,τι + πρέπει / χρειάζεται, πάει / πηγαίνει (γάντι), πρέπει, πρεπούμενος, πρέπων, προσήκων, προσφέρεται, πρόσφορος, προσφυής, σκόπιμος, σωστός, ταιριάζει, ταιριασμένος, ταιριαστός, ταμάμ, της ανθρωπιάς, χρειώδης, χρησιμεύει, χρήσιμος, ψυχολογημένος, ωφελεί, ωφέλιμος
.

εγείρω

.
αίρω, ανάγω, αναμοχλεύω, ανασηκώνω, ανασύρω, ανατείνω, ανεγείρω, ανορθώνω, ανυψώνω, απαίρω, απορθώνω, αφυπνίζω, αψώνω, βιράρω, διαγείρω, διεγείρω, εναερίζω, εξαίρω, εξανιστώ, εξεγείρω, εξυψώνω, ερεθίζω, κάνω να εγερθεί, λεβάρω, μεταρσιώ, μεταρσιώνω, μετεωρίζω, ξεσηκώνω, ξυπνάω / ξυπνώ, ορθιάζω, ορθώνω, προκαλώ, σηκώνω (από τον ύπνο / από το κρεβάτι / στον αέρα / ψηλά), στήνω, υπεγείρω, υπεραίρω, υπερυψώνω, υποκινώ, υψώνω
.

εγκρίνω

.
αναγνωρίζω, αναγνωρίζω ως + αξιέπαινη / αξιέπαινο / έγκυρη / έγκυρο / καλή / καλό / ορθή / ορθό / σωστή / σωστό, ανταποκρίνομαι (θετικά) σε..., αποδέχομαι, αποφαίνομαι ύπερ [+ γενική], αποφασίζω ύπερ [+ γενική], ασπάζομαι, βάζω την υπογραφή μου, δέχομαι, δίδω / δίνω + την έγκρισή μου / την ευλογία μου / τη συγκατάθεσή μου, εγκολπούμαι, είμαι + σύμφωνη με... / σύμφωνος με... / της ίδιας γνώμης με..., εναγκαλίζομαι, ενστερνίζομαι, επαινώ, επιδοκιμάζω, επικροτώ, επικυρώ, επικυρώνω, επισημοποιώ, επισφραγίζω, επιτρέπω, επιψηφίζω, ευλογώ,  θεωρώ + αξιέπαινη / αξιέπαινο / καλή / καλό / ορθή / ορθό / σωστή / σωστό, καθιστώ + έγκυρη / έγκυρο, ομογνωμονώ με..., ομοδοξώ με..., ομοφρονώ με..., ομοφωνώ με..., παραδέχομαι, προσυπογράφω, προσχωρώ σε..., συμμερίζομαι, συμπλέω με..., συμφωνάω / συμφωνώ με..., συνυπογράφω, τάσσομαι υπέρ, υιοθετώ, υπερψηφίζω, υπογράφω (και με τα δυο μου χέρια), χαιρετίζω, ψηφίζω (υπέρ)
.

1/12/09

προβάλλω

.
αναβγαίνω, αναδύομαι, αναδύω, ανακύπτω, αναπηδώ, ανατέλλω, αναφαίνομαι, αναφύομαι, αντιτείνω, απλώνω, βάζω (εμπρός / μπρος / μπροστά), βγάζω, βγαίνω, δείχνω, διατυπώνω, διαφημίζω, εκφέρω, εκφράζω, εμφανίζομαι, εμφανίζω, έρχομαι + στην επιφάνεια / στο φως, ξεμυτάω, ξεμυτίζω, ξεμυτώ, ξεπετάγομαι, ξεπετιέμαι, ξεπροβάλλω, παίζω, παρουσιάζομαι, παρουσιάζω, πετάγομαι, προεκβάλλω, προεκτείνω, προθέτω, προτάσσω, προτείνω, προωθώ, ρίχνω (εμπρός / μπρος / μπροστά), τείνω, υπερτείνω, φαίνομαι, φανερώνομαι, φαντάζομαι, φέρνω
.

μερίδα του λέοντος

.
μεγάλη + πλειονότητα / πλειοψηφία, μεγαλύτερη + μερίδα / μίζα / μοίρα, μεγαλύτερο + κομμάτι / λαχίδι / μεράδι / μερίδιο / μέρισμα / μέρος / μερτικό / μοιράδι / οικόπεδο / ποσό / ποσοστό / χωράφι, μεγαλύτερος κλήρος, μερίς του λέοντος, μοίρα του λέοντος, σαφέστατη + πλειονότητα / πλειοψηφία, σαφής + πλειονότητα / πλειοψηφία, σπουδαιότερη + μερίδα / μίζα / μοίρα, σπουδαιότερο + κομμάτι / λαχίδι / μεράδι / μερίδιο / μέρισμα / μέρος / μερτικό / μοιράδι / οικόπεδο / ποσό / ποσοστό / χωράφι, σπουδαιότερος κλήρος
.

αγαπάω / αγαπώ

.
αισθάνομαι + αγάπη / έλξη / έρωτα / κλίση / στοργή / συμπάθεια / φιλία, ακριβαγαπώ, αρέσκομαι, αφοσιώνομαι, βρίσκω + ευχαρίστηση / ικανοποίηση, γουστάρω, δείχνω αισθήματα αγάπης, δίδομαι / δίνομαι, δίδω / δίνω, είμαι ερωτευμένος,  εκτιμάω / εκτιμώ, επιθυμώ, ερωτεύομαι,  έχω + αγάπη / αδυναμία / όρεξη / σε εκτίμηση / στην καρδιά (μου), θαυμάζω, θέλω, ικανοποιούμαι με, καραγουστάρω, κλίνω, λατρεύω, λιώνω, μέ + ελκύει / εξιτάρει / ευχαριστεί / προσελκύει / τραβά(ει), μού + αρέσει / είναι ευχάριστο / καλοαρέσει, πάω, περιβάλλω με + αγάπη / αισθήματα αγάπης / στοργή, πηγαίνω, ποθώ, πολυαγαπώ, πονάω / πονώ, προσέχω, προστατεύω, προτιμάω / προτιμώ, στέργω, συμπαθώ, τέρπομαι, την βρίσκω, τρέφω + αγάπη / αδυναμία / εκτίμηση / συμπάθεια, υπεραγαπαώ / υπεραγαπώ
.

αδρομερώς

.
αδρώς, αόριστα / αορίστως, γενικά / γενικώς, γκρόσο μόντο (grosso modo), εν γένει, θολά / θολώς, παχέως, περιληπτικά / περιληπτικώς, σε γενικές γραμμές, συνοπτικά / συνοπτικώς, χονδρικά, χονδρώς, χοντρικά
.