6/5/09

μπεκρουλιάζω

.
είμαι + αλκοολικός / μέθυσος / μεθύστακας / μπέκρας / μπεκρής / μπεκροπότης / μπεκρούλιακας / πότης, επιδίδομαι (συστηματικά/τακτικά/υπερβολικά) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, κραιπαλάω, κραιπαλώ, λιώνω, μεθάω, μεθοκοπάω, μεθοκοπώ, μεθύσκω, μεθώ, μπεκριάζω, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, παραπίνω, πίνω + καθ’έξιν / καθ’υπερβολήν, (τα) πίνω, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πολυποτώ, σαπίζω + στο αλκοόλ /στο π(ι)οτό, σουρώνω, τα κοπανάω, τα/το τσούζω
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: