.
διασκεδάζω (κάποιον), ικανοποιώ, μεθάω/μεθώ (κάποιον), προκαλώ + ευθυμία / ευφροσύνη / ευχαρίστηση / χαρά (σε κάποιον), τέρπω, φέρνω (κάποιον) στο κέφι, χαροποιώ
.
8/5/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ελληνόγλωσσο Διαδικτυακό Λεξικό Συνωνύμων (υπό συνεχή κατασκευή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου