.
είμαι + αλοιφή / βρεγμένος / λιάρδα / λιώμα / μεθυσμένος / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σκνίπα / σταφίδα / στουπί / τύφλα / φέσι , λιώνω, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό
.
6/5/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ελληνόγλωσσο Διαδικτυακό Λεξικό Συνωνύμων (υπό συνεχή κατασκευή)
1 σχόλιο:
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον "ανώνυμο" φίλο για τη διόρθωσή του.
Δημοσίευση σχολίου