.
αγανακτίζω / αγαναχτίζω, αδημονώ, απαυδώ, απελπίζομαι, αποδυσπετώ, αποκά(μ)νω, αποκαρτερώ, βαργεστίζω / -ώ, δεν + αντέχω / μπορώ / πάει άλλο, δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, δυσφορώ, εκνευρίζομαι, εξαντλείται/εξαντλώ την υπομονή μου, εξάπτομαι, ερεθίζομαι, θυμώνω, καταπονούμαι, κλαταίρνω, κουράζομαι, μαυρίζει το μάτι μου, μπουχτίζω, ξεχειλίζει το ποτήρι, οργίζομαι, σκάω, στεναχωριέμαι / στεναχωρούμαι, ταλαιπωρούμαι, τσα(ν)τίζομαι, υποφέρω, φρενιάζω, φτάνει το μαχαίρι στο κόκ(κ)αλο, χάνω την υπομονή μου, (έ)ως + εδώ / εκεί και μη παρέκει
.
22/10/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
ταλαιπωρούμαι στο ρήμα αγανακτώ
διορθώστε το.
Ευχαριστώ για την ορθογραφική επισήμανση.
Δημοσίευση σχολίου