.
αδόλεσχος, αεροκοπανιστής, αεροκόπος, αερολόγος, αηδόνι, αθυρόστομος, ακλείδωτο στόμα, ακριτόμυθος, αμετροεπής, ανεμολόγος, απεραντολόγος, αργολόγος, αρλούμπας, αρλουμπατζής, βαρδάρι, βαττολόγος, γκεβεζές, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνα, (εκείνος που) δεν + βγάζει (το) σκασμό / λέει να το βουλώσει / μπορεί να κρατήσει τη γλώσσα του, καταρράκτης πολυλογίας, κενολόγος, κενόσπουδος, λαλίστατος, λάλος, λίμα, λιμαδόρος, λογάς, ματαιόσπουδος, μπλαμπλάς, Νιαγάρας πολυλογίας, παλάβρας, παπαρδέλας, παρλαπίπα(ς), πάρλας, περιττολόγος, πολυκέλαδος, πολυλογάς, πολύλογος, πολυρρήμονας, πολυρρήμων, στόμα απύλωτον, στωμύλος, υπερομιλητικός, φαφλατάς, φλήναφος, χείμαρρος πολυλογίας, ψαλιδόγλωσσος
.
10/11/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
+αμετροεπής
τελειο
κενόσπουδος, ματαιόσπουδος
Δημοσίευση σχολίου