.
αναλαμβάνω + δέσμευση / υποχρέωση, δένομαι, είμαι + δεμένος / δεσμευμένος / δέσμιος / υποτεταγμένος, εμποδίζομαι, ορκίζομαι, περιορίζομαι, υπόκειμαι (σε δέσμευση), υπόσχομαι
.
13/4/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ελληνόγλωσσο Διαδικτυακό Λεξικό Συνωνύμων (υπό συνεχή κατασκευή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου