16/5/10

παρεμπιπτόντως

.
αν πασάν (en passant), εκτάκτως, εν παρενθέσει, εν παρέργω, εν παρόδω, επ'ευκαιρία, επί τη ευκαιρία, ερασιτεχνικά / ερασιτεχνικώς, κατά παρέμβαση στο + κύριο θέμα / κυρίως θέμα, κατά παρέμβασιν, κάτι ακόμα, μεταξύ τυρού και + αχλαδίου / αχλαδιού, μια και το + έφερε η κουβέντα / συζητάμε / φέρνει η κουβέντα [κ.λπ.], παρεκκλίνοντας από το + κύριο θέμα / κυρίως θέμα, παρενθετικά / παρενθετικώς, παρενθέτως, παρέργως
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: