.
αντικείμενο, ειδίκευση, ειδική + γνώση / εκπαίδευση / μόρφωση [κ.λπ.], εκπαίδευση, εξειδίκευση, μερίκευση, μερικότητα, μετεκπαίδευση, τομέας (ειδίκευσης)
.
2/11/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ελληνόγλωσσο Διαδικτυακό Λεξικό Συνωνύμων (υπό συνεχή κατασκευή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου