4/5/09

μεθάω / μεθώ

.
αποπροσανατολίζομαι, αποπροσανατολίζω, γίνομαι + αλοιφή / λειώμα / λιάρδα / λιώμα / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σταφίδα / σκνίπα / στουπί / τύφλα / φέσι, είμαι + αλκοολικός / αρχιπότης / γερό ποτήρι / μεγαλοπότης / μεθοκόπος / μέθυσος / μεθύστακας / μπέκρας / μπεκρής / μπεκροκανάτας / μπεκρόμουτρο / μπεκροπότης / μπεκρούλιακας / πότης / πρώτο ποτήρι / σούρας / σουρωτήρι / τρύπιος πάτος / φιλοπότης, εκβακχεύομαι, εκβακχεύω, ενθουσιάζομαι, ενθουσιάζω, επιδίδομαι (συστηματικά/τακτικά/υπερβολικά) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, επιφέρω/προκαλώ + μέθη, ευφραίνομαι, ευφραίνω, θολώνω (την κρίση κάποιου), θύω εις τον Βάκχον, κάνω κάποιον να καταληφθεί από αισθήματα ευδαιμονίας, κραιπαλάω/κραιπαλώ, κρασώνομαι, κάνω (κάποιον) + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / να καταληφθεί από αισθήματα ευδαιμονίας / να μεθύσει / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σταφίδα / σκνίπα / στουπί / τύφλα / φέσι, κυριεύομαι από μέθη, λιώνω, μεθοκοπάω/μεθοκοπώ, μεθύσκω, μέ κυριεύει + μέθη / το αλκοόλ / το π(ι)οτό, μεταδίδω / μεταδίνω + ηδονή / ηδονισμό, μπεκριάζω, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, μπεκρουλιάζω, ξελιγώνω, ξετρελ(λ)αίνομαι, ξετρελ(λ)αίνω, παραπίνω, περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης, πίνω, πίνω + καθ’έξιν / καθ’υπερβολήν / υπερβολικά, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πνίγω (κάποιον) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πολυποτώ, (παρα)ποτίζω, προκαλώ + ηδονή / ηδονισμό / μέθη, σαπίζω, σαπίζω + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, σουρώνω, συσκοτίζω την κρίση (κάποιου / μου), τα κοπανάω, τα πίνω, τα/το τσούζω, το χάνω, φτιάχνομαι, φτιάχνω (κεφάλι)
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: