.
ακρατοποτώ, γίνομαι + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / ντέφι / πίτα / σκνίπα / σταφίδα / στουπί / τύφλα, επιδίδομαι (συστηματικά/τακτικά/υπερβολικά) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, κραιπαλάω, κραιπαλώ, λιώνω, μεθάω, μεθοκοπάω, μεθοκοπώ, μεθώ, μπεκριάζω, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, μπεκρουλιάζω, παραπίνω, πίνω + καθ’έξιν / καθ’υπερβολήν, (τα) πίνω, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πολυποτώ, σαπίζω + στο αλκοόλ /στο π(ι)οτό, σουρώνω, το/τα τσούζω
.
ακρατοποτώ, γίνομαι + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / ντέφι / πίτα / σκνίπα / σταφίδα / στουπί / τύφλα, επιδίδομαι (συστηματικά/τακτικά/υπερβολικά) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, κραιπαλάω, κραιπαλώ, λιώνω, μεθάω, μεθοκοπάω, μεθοκοπώ, μεθώ, μπεκριάζω, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, μπεκρουλιάζω, παραπίνω, πίνω + καθ’έξιν / καθ’υπερβολήν, (τα) πίνω, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πολυποτώ, σαπίζω + στο αλκοόλ /στο π(ι)οτό, σουρώνω, το/τα τσούζω
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου