8/5/09

εκβακχεύω

.
αποβάλλω / αποδιώχνω + πάσαν αιδώ από κάποιον, αποθρασύνω, εκτροχιάζω, ενθουσιάζω, κατενθουσιάζω, (ξε)τρελ(λ)αίνω, οδηγώ (κάποιον) + σε βακχική έκσταση / σε κατάσταση απόλυτης μέθης / σε (κατάσταση) μανία(ς)
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: