.
αρχαιότητα, περνά(ει) + πρώτα / πρώτη / πρώτο / πρώτος [κ.λπ.], προβάδισμα, (δικαίωμα) προήγηση(ς), πρωτοτόκ(ε)ια, σειρά, τον πρώτο λόγο
.
.
29/12/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ελληνόγλωσσο Διαδικτυακό Λεξικό Συνωνύμων (υπό συνεχή κατασκευή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου