12/1/10

αταλάντευτη

.
αδιάσειστη, αδιασάλευτη, αδιατάρακτη, αδόνητη, άκαμπτη, ακίνητη, ακλόνητη, ακούνητη, αλύγιστη, αμετάβλητη, αμετακίνητη, αμετασάλευτη, αμετεώριστη, ασάλευτη, αταλάντωτη, ατάραχη, ατράνταχτη, δεν + κάμπτεται / ταλαντεύεται / υποχωρεί [κ.λπ.], εδραία, ευσταθής, μόνιμη, πάγια, σταθερή, στέρεα / στερεά, (καλά) στερεωμένη / στεριωμένη
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: