12/1/10

στερεότυπο

.
αμετάβλητο, ανιαρό, (ίδιο κι) απαράλλακτο / (ίδιο κι) απαράλλαχτο, ασχολίαστο (αρχαίο) κείμενο, αυτούσια επαναλαμβανόμενο, (αυθαίρετη) γενίκευση, έκδοση από έκτυπες πλάκες, κλισέ (cliché), μονότονο, μονότροπο, μονόχορδο, ομοιόμορφο, πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενο, προκατασκευασμένη αντίληψη, στάνταρ (standard), στερεοτυπικό, το αυτό πάντοτε, το ίδιο και το ίδιο, τυπογραφική πλάκα, χωρίς + ερμηνευτικά σχόλια / περικοπές
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: