.
πέφτω πάνω ( με + δύναμη / φόρα [κ.ά.]), προκαλώ + ζημιά τρακάροντας / τρακ, προσκρούω, στουκάρω, συγκρούομαι, συναντάω / συναντώ + απροσδόκητα / τυχαία [κ.τ.λ.], τρακέρνω, χτυπάω / χτυπώ
.
11/4/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ελληνόγλωσσο Διαδικτυακό Λεξικό Συνωνύμων (υπό συνεχή κατασκευή)
1 σχόλιο:
Χρήσιμο
Δημοσίευση σχολίου