25/11/10

εύκολο

.
αβασάνιστο, αβίαστο, αδιατάρακτο, άδικο, αδούλευτο, αδύναμο, ακάματο, άκοπο, ακύμαντο, ανέμελο, ανεμπόδιστο, ανεπεξέργαστο, άνετο, ανέφελο, ανίσχυρο, ανοιχτό, αντιμετωπίσιμο, απλό, απλοϊκό, απλουστευμένο, αστόχαστο, βατό, βιαστικό, βολετό, βολικό, γαλήνιο, διαχειρίσιμο, ελαστικό, εμπορικό, ενδοτικό, επικοινωνιακό, επιπόλαιο, επιφανειακό, ευάλωτο, ευανάγνωστο, ευένδοτο, ευεξήγητο, ευεπίλυτο, ευεπίτευκτο, εύκαμπτο, ευκολότατο, εύλυτο, ευκατάβλητος, ευκαταγώνιστος, ευκατόρθωτο, ευκολογιάτρευτο, ευκολοδιάβαστο, ευκολοδιάβατο, ευκολοδούλευτο, ευκολοϊκανοποίητο, ευκολοκάμωτο, ευκολοκατόρθωτο, ευκολοκυρίευτο, ευκολολύγιστο, ευκολονόητο, ευκολομεταχείριστο, ευκολοπρόφερτο, ευκολοσυμβίβαστο, ευκολοχώνευτο, εύληπτο, ευνόητο, εύπεπτο, ευτελές, ευχάριστο, ευχερές, ευχείριστο, εύχρηστο, ήπιο, καλόβολο, καλόγνωμο, καλότροπο, κατανοητό, κατώτερο, κολαϊνό, μαζικό, μαλακό, μπορετό, νοητό, ξεκούραστο, ομαλό, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παιχνίδι, πανεύκολο, πουτανίστικο, προσιτό, πρόχειρο, ρηχό, στα μέτρα + μου / σου / του [κ.λπ.], στρωτό, συγκαταβατικό, συμβιβαστικό, συναινετικό, συνεργάσιμο, της πλάκας, του χεριού + μου / σου / του [κ.λπ.], υποδεέστερο, υποχωρητικό, φτηνό
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: