18/5/09

διακόπτω

.
αναγκάζω να σταματήσει, ανακόπτω, αναστέλλω, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, διακόφτω, δίνω (οριστικό/προσωρινό) τέλος, επεμβαίνω, θέτω + τέλος / τέρμα, κόβω / κόπτω (τη συνάφεια / τη συνέχεια), λύω (τη συνέχεια), μιλώ, ολοκληρώνω, παρεμβάλλομαι, παρεμβαίνω, παύω (οριστικά / προσωρινά), προβάλλω αντιρρήσεις, σταματάω / σταματώ (οριστικά / προσωρινά), τελειώνω, τερματίζω, χωρίζω
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: