8/11/09

μεθύσκω

.
γίνομαι + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σταφίδα / σκνίπα / στουπί / τύφλα / φέσι, ενθουσιάζω, επιφέρω μέθη, κάνω (κάποιον) + αλοιφή / λιάρδα / λιώμα / να καταληφθεί από αισθήματα ευδαιμονίας / να μεθύσει / να το χάσει / ντέφι / ντίρλα / πίτα / σκνίπα / στουπί / τύφλα / φέσι, κραιπαλάω / κραιπαλώ, λιώνω στο π(ι)οτό, (μεταδίδω / μεταδίνω) + ηδονή / ηδονισμό, μεθάω, μεθοκοπάω / μεθοκοπώ, μεθώ, μπεκριάζω, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, πνίγομαι + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, πνίγω (κάποιον) + στο αλκοόλ / στο π(ι)οτό, (παρα)ποτίζω, προκαλώ + ηδονή / ηδονισμό / μέθη, ξετρελ(λ)αίνω, παραπίνω, παραποτίζω (κάποιον), (τα) πίνω, σαπίζω + στο αλκοόλ /στο π(ι)οτό, σουρώνω
.

1 σχόλιο:

I.T.A. είπε...

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον "ανώνυμο" φίλο για τη διόρθωσή του.