6/1/10

διακρίνομαι

.
αριστεύω, βραβεύομαι, διαπρέπω, διαφαίνομαι, διαφέρω, είμαι + ανώτερης αξίας / ανώτερης ποιότητας [κ.ά.] / γνωστός / διάσημος / θεατός / ξακουστός / ορατός, εξέχω, ξεπερνάω / ξεπερνώ, ξεχωρίζω, λαμβάνω διάκριση, λάμπω, ορώμαι, παίρνω διάκριση, παρατηρούμαι, παρουσιάζω + (αισθητή / μεγάλη / σημαντική [κ.ά.]) + διαφορά, περνάω / περνώ, πετυχαίνω, πλεονοκτώ, προκόβω, προκόπτω, προοδεύω, προσπερνάω / προσπερνώ, πρωτεύω, φαίνομαι
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: