13/1/10

κοιτάζω

.
αγκαλιάζω με το μάτι, αγναντεύω, ακούω, ανοίγω + τα μάτια μου / τα στραβά μου, αντικρίζω, αποβλέπω, ασχολούμαι με, ατενίζω, βιγλάρω, βιγλίζω, βλέπω, βυθίζω το βλέμμα (μου), γυρίζω + προς / τα μάτια μου προς / το βλέμμα μου προς, δίνω προσοχή, εγκύπτω, ελέγχω, εξετάζω, ενδιαφέρομαι για, επιβλέπω, επιδίδομαι, επιδιώκω, επιμελούμαι, επιστατώ, επιτηρώ, ερευνώ, εστιάζω, εστιάζω + την προσοχή μου / το βλέμμα μου, έχω + τα μάτια μου ανοιχτά / τα μάτια μου τέσσερα / το νου μου, θεώμαι, θωρώ, κάνω + διάγνωση / μπανιστήρι, καταγίνομαι με, κατοπτεύω, κατευθύνω τις βλέψεις μου, κιαλάρω, κοιτάω / κοιτώ, λαμβάνω + μέτρα ώστε / υπ'όψιν, μεριμνώ για, μπανίζω, νοιάζομαι για, νοσηλεύω, παίρνω μέτρα ώστε, παρακολουθώ (με το μάτι), παρατηρώ, περιεργάζομαι, περιποιούμαι, περισκοπώ, προσβλέπω, προσέχω, προσηλώνω + τα μάτια μου / το βλέμμα μου, ρίχνω + ένα βλέμμα / μια ματιά, σηκώνω + τα μάτια μου προς / το βλέμμα μου, σημειώνω, σκέφτομαι, σκοπεύω, στρέφομαι προς, στρέφω + τα μάτια μου προς / τη ματιά μου προς / την προσοχή μου προς / τις βλέψεις μου / το βλέμμα μου προς, τεντώνω τα μάτια, τηράζω / τηράω / τηρώ, τσεκάρω, φερμάρω, φροντίζω, χαζεύω, ψάχνω με το βλέμμα
.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Με βοηθάει πολύ όταν ψάχνω να βρω συνώνυμες κλπ.

Ανώνυμος είπε...

Δε συμφωνώ

Ανώνυμος είπε...

Και δε με νοιάζει

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.