.
απευθύνω (αυστηρή / δριμεία έντονη) παρατήρηση, αποδοκιμάζω (δριμύτατα / έντονα), αποπαίρνω, βάζω πόστα, βρίζω, δίνω + έναν τράκο / κατσάδες / την παπάρα, επιπλήσσω, επιτιμώ, κακοπαίρνω, κάνω (αυστηρές / δριμείες / έντονες) συστάσεις, κατακρίνω, κατηγορώ, κατσαδιάζω, λούζω, μαλώνω, μέμφομαι, παραπαίρνω, παρατηρώ (αυστηρά / δριμύτατα / έντονα), πατάω / πατώ + κατσάδα, περιαρπάζω, (τής / τού) την λέω, στόλιζω, στρώνω στην κατσάδα, τής / τού + τα ψέλνω, τραβάω / τραβώ + ένα λούσιμο, ψάλλω τον εξάψαλμο(ν), ψέγω (δριμύτατα / έντονα)
.
απευθύνω (αυστηρή / δριμεία έντονη) παρατήρηση, αποδοκιμάζω (δριμύτατα / έντονα), αποπαίρνω, βάζω πόστα, βρίζω, δίνω + έναν τράκο / κατσάδες / την παπάρα, επιπλήσσω, επιτιμώ, κακοπαίρνω, κάνω (αυστηρές / δριμείες / έντονες) συστάσεις, κατακρίνω, κατηγορώ, κατσαδιάζω, λούζω, μαλώνω, μέμφομαι, παραπαίρνω, παρατηρώ (αυστηρά / δριμύτατα / έντονα), πατάω / πατώ + κατσάδα, περιαρπάζω, (τής / τού) την λέω, στόλιζω, στρώνω στην κατσάδα, τής / τού + τα ψέλνω, τραβάω / τραβώ + ένα λούσιμο, ψάλλω τον εξάψαλμο(ν), ψέγω (δριμύτατα / έντονα)
.
2 σχόλια:
ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΣΕΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ: "ΔΡΙΜΕΙΕΣ" (OXI ΔΡΙΜΥΕΣ) ΕΝΤΟΝΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ !
@Ανώνυμος
Ευχαριστώ πολύ. Διορθώθηκε.
Δημοσίευση σχολίου