.
ακολουθώ, αναγκάζω, αναδεικνύω, ανακατεύω, αναλαμβάνω (καθήκοντα / ρόλο / χρέη κ.ά.), ανεβάζω, αντιστοιχώ, αξίζω, απασχολούμαι, απευθύνω, αποδίδω, αποκά(μ)νω, αποπειρούμαι / αποπειρώμαι, αρμόζω, ασθενώ, ασκώ + επάγγελμα / καθήκον κ.λπ., ασχολούμαι με, βγάζω, βολεύω, γεννάω / γεννώ, γεννοβολώ, γίνομαι (προσωρινά), δημιουργώ, διαμένω, διανύω, διαπράττω, διατελώ, διατιμώμαι, διατρέχω, διεκπεραιώνω, διενεργώ, διεξάγω, διοργανώνω, διορίζω, δουλεύω, δρω, είμαι άρρωστος, είμαι + ιδανικός / ικανός / καμωμένος για / κατάλληλος / πρόσφορος / ταμάμ / φτιαγμένος για κ.λπ., εκλέγω, εκπληρώ, εκπληρώνω, εκπονώ, εκτελώ, εκτιμούμαι, εκτιμώμαι, εκφράζω, εμποιώ, ενδείκνυμαι / ενδεικνύομαι, ενεργώ, εξαναγκάζω, επαγγέλομαι, επιδεικνύω, επιτελώ, επιφέρω, επιχειρώ, εργάζομαι, ετοιμάζω, εφαρμόζω, ζω, ηττούμαι / ηττώμαι, θέτω, θλίβομαι, ιδιάζω, καθαρίζω, καθιστώ, καλύπτω, κάμνω, κά(μ)νω + απόπειρα / πράξη / προσπάθεια, καταβάλλομαι, καταβάλλω, καταντώ, καταπίνω, καταπονούμαι, κατασκευάζω, κατασταίνω, κατεβάζω, κατευθύνομαι, κατοικώ, κινούμαι (προς), κολλάω / κολλώ, κοπανάω / κοπανώ, κοστίζω, κοστολογούμαι, κουράζομαι, κρατάω / κρατώ, κτίζω, λειτουργώ, λούζω, λοχεύω, μαγειρεύω, μαθαίνω, μαστορεύω, μένω, μετακινούμαι (προς), μεταποιώ, μετατρέπω σε, μεταφορφώνω σε, μετέρχομαι, μιμούμαι, μοιράζω, μου παίρνει, μπαίνω, οδηγώ, ολοκληρώνω, οργανώνω, ορίζω, παίζω, παράγω, παραδίδω / παραδίνω, παραθερίζω, παρακολουθώ, παρασκευάζω, παριστάνω, πάσχω, πάω, περνάω / περνώ (το χρόνο μου), περπατάω / περπατώ, πηγαίνω, πλάθω, πληρώ + τα κριτήρια / τις απαιτήσεις / τις προϋποθέσεις κ.λπ., ποιώ, πραγματοποιώ, πράττω, πρέπω, προβαίνω σε, προετοιμάζω, προκαλώ, προξενώ, προσήκω, προσιδιάζω, προσπαθώ, προσποιούμαι, προσφέρομαι, προχωράω / προχωρώ + σε, ράνω, σ(ι)ά(χ)νω, σερβίρω, σημειώνω, σκαρώνω, σπουδάζω, σπρώχνω, στέκομαι, στεναχωριέμαι / στενοχωρούμαι, στοιχίζω, στρίβω (προς), συμμετέχω σε, συμπληρώνω, συμφωνώ, συνάδω, συνθέτω, συντάσσω, ταιριάζω, τελειώνω, τελώ, τηρώ, τίκτω, τιμούμαι / τιμώμαι, τιμολογούμαι, τραβάω / τραβώ, τρέχω, υλοποιώ, υπηρετώ, υποβάλλω, υποδύομαι, υποκρίνομαι, υποπίπτω σε, υποχρεώνω, φέρνω σε κατάσταση, φέρνω στον κόσμο, φέρομαι, φέρω εις πέρας, φ(τ)ιά(χ)νω, φκειάχνω, χρειάζομαι, χρηματίζω, χρησιμεύω, χτίζω, χωράω / χωρώ, ωφελώ
.
30/10/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Η πιο σπουδαία ανάρτηση για το ρήμα κάνω.
Ευχαριστώ πολύ
Στελλα
Δημοσίευση σχολίου