22/1/10

καλύπτω

.
αναλαμβάνω, αναμεταδίδω, αναπληρώνω, αναφέρομαι (διεξοδικά) σε, ανταποκρίνομαι + επαρκώς / ικανοποιητικά [κ.λπ.] + σε, αποκρύπτω, αποπεραίνω, αποπεραιώνω, αποπερατώνω, αποσιωπώ, αποσκεπάζω, ασταρώνω, ασφαλίζω, βάζω + κάλλυμα / φόδρα [κ.ά], βγάζω, βρίσκω άλλοθι για, διανύω, διατρέχω, διαχειρίζομαι, διεκπεραίνω, διεκπεραιώνω, δικαιολογώ, ελέγχω, εξυπηρετώ, επενδύω, επιδοκιμάζω, επικαλύπτω, επισκεπάζω, επιστεγάζω, επιστρέφω τα έξοδα, επιστρώνω, έχω, έχω υπό + την ευθύνη μου / τον έλεγχό μου [κ.ά], ικανοποιώ, ισοσταθμίζω, κάνω, κάνω πλάτες σε, καπακώνω, καπλαντίζω, κατασκεπάζω, κατέχω, κουκουλώνω, κρύβω, κρύπτω, ολοκληρώνω, μαρκάρω, μεταδίδω, ντύνω, παρασιωπώ, παραστέκομαι σε, παραστέκω, παρέχω προστασία, παρουσιάζω (διεξοδικά), περαίνω, περαιώνω, περατώνω, περιβάλλω, περιενδύω, περικαλύπτω, περιλαμβάνω, περιτυλίγω / περιτυλίσσω, περνάω / περνώ, πλαισιώνω, πληρώνω (τα έξοδα), πνίγω, προασπίζω, προβάλλω, προκαλύπτω, προστατεύω, προφυλάγω / προφυλάσσω / προφυλάττω, σκεπάζω, σκέπω, σπαργανώνω, στεγάζω, συγκαλύπτω, συμπαραστέκομαι σε, συμπεριλαμβάνω, συμπληρώνω, συνοδεύω, τρέχω, τυλίγω / τυλίσσω, φασκιώνω, φέρω εις πέρας, φέρνω σε πέρας, φοδραρίζω, φοδράρω
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: