12/11/09

τρέχω

.
αγωνίζομαι, αμολιέμαι, αναπτύσσω ταχύτητα, αυξάνομαι, αυξάνω την ταχύτητα, βιάζομαι, γίνομαι + Βέγγος / θυσία / καπνός / λαγός / λούης / σίφουνας, (το) γκαζώνω, γλακώ, γοργοποδίζω, γρηγορεύω, γυρίζω (από) εδώ κι (από) εκεί, δεν χάνω (ούτε) + λεπτό / στιγμή, δεν χάνω + την ευκαιρία / χρόνο, διανύω, διαρρέω, διατρέχω, διεκρέω, δίνω γκάζι, δρομάω / δρομώ, είμαι + βιαστικός / δρομέας / στην πρίζα, εισρέω, εκμηδενίζω τις αποστάσεις, εκρέω, ελαύνω, επιταχύνομαι, επιταχύνω, έχω + δουλειές / τρέξιμο, καλπάζω, καλύπτω, κάνω + γρήγορα / τζόγκινγκ, κερδίζω ταχύτητα, κινούμαι, κουνιέμαι, κυλάω / κυλώ, λακάω / λακώ, λειτουργώ, μετέχω σε αγώνα δρόμου, οδηγάω / οδηγώ + γρήγορα, πατάω γκάζι, πάω +  αμέσως / γρήγορα / πρόθυμα / σα βολίδα / σαν το Βέγγο / σφαίρα, περιφέρομαι, πετάω / πετώ, πηγαίνω + αμέσως / γρήγορα / πρόθυμα / σα βολίδα / σαν το Βέγγο / σφαίρα, πηλαλώ / πιλαλώ, προθυμοποιούμαι, προστρέχω, προσφεύγω, προτρέχω, ρέω, σπεύδω, σπιντάρω, σπριντάρω, στάζω, το βάζω στα πόδια, το πατάω, τριγυρίζω, τριγυρνάω / τριγυρνώ, τριποδίζω, τροχάζω, φεύγω, φιλοτιμούμαι, φορτώνω [π.χ. με πολλές δουλειές], φουλάρω, χρησιμοποιώ, χύνομαι
.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σκαπετώ (το σκαπέτισμα) συνήθως αυτός που τρέχει τρομαγμένος να ξεφύγει
προς την κορυφή κάποιου υψώματος
και να χαθεί.

Αυτός που τρέχοντας δραπετεύει.

Με εκτίμηση

Γ.Τ.

I.T.A. είπε...

Γνωρίζει κανείς κάποιο παράδειγμα (λογοτεχνικό ή άλλο), από το οποίο να προκύπτει ότι το σκαπέτισμα περιλαμβάνει την έννοια και του τρεξίματος;

Ανώνυμος είπε...

Θ. Κ. Τρουπή)
Ο θάνατος του Γούλα

"Έκρυψε τη σακούλα και σκαπέτισε στην καταχνιά, που άρχισε εκείνη την ώρα να ανηφορίζει από το ποτάμι."

σκαπέτσα (ρ) : α. ξέφυγα, β. δραπέτευσα, γ. τη σκαπουλάρισα, δ. τόσκασα κρυφά, ε. γλίτωσα, στ. Προέλευση : από το αρχαίο κάπετος, πηγή Τσότσος, στ. (Μαλούτας : από το αγγλ. escape = δραπετεύω ), ζ. (Δημητράκος : σκαπετώ = φεύγων κάμπτων την κορυφήν υψώματος).