.
αγερολάμνω, αεροβατώ, αιθεροβατώ, αιωρούμαι, ακοντίζω, αναδύω, αναπεταρίζω, αναπέτομαι, ανατρέπω, αναχωρώ, ανεβαίνω, αποβάλλω, απογειώνομαι, αποκλείω, απομακρύνομαι, απομακρύνω, απολύω, απορρίπτω, αποτινάζω, απωθώ, αφανίζω, αφίπταμαι, βάζω στο περιθώριο, βάλλω, βγάζω / βγάνω, βλαστάνω, βροντάω (χάμω), γαμάω / γαμώ (και δέρνω), γκρεμίζω, γοργοδιαβαίνω, διασπαθίζω, διασχίζω + τον αέρα / τον ουρανό / τους αιθέρες, διίπταμαι, δίνω (περιφρονητικά), διώχνω, είμαι + σε φόρμα / σε αεροπλάνο / φορμαρισμένος, εκβλαστάνω, εκσφενδονίζω, εκτελώ χρέη πιλότου, εκτινάσσω, εκτοξεύομαι, εκτοξεύω, εκφύω, ενθουσιάζομαι, εξακοντίζω, εξανεμίζω, εξαφανίζομαι, επιβαίνω σε + αεροπλάνο / ελικόπτερο κ.ά., ζυγαρίζω, ζυγιάζομαι, ζυγίζομαι, θέτω στο περιθώριο, ίπταμαι, κάνω + σαν τρελος / υπαινιγμό, καταδαπανώ, κατακρημνίζω, κατασκορπίζω, κατασπαταλάω / κατασπαταλώ, κατευθύνομαι, λάμνω, λέω, μένω στον αέρα, μεταφέρω, ξεπετάω / ξεπετώ, ξεφορτώνομαι, οδηγάω / οδηγώ, ουρανοβατώ, ουρανοπλοώ, ουρανοπορώ, παίρνω + αεροπλάνο / ελικόπτερο / πτήση κ.ά., παραγκωνίζω, παραμερίζω, παραπετάω / παραπετώ, παραρίχνω, παρέρχομαι, παύω, πάω, περιθωριοποιώ, περιίπταμαι, περνάω / περνώ, πεταλουδίζω, πεταρίζω, πέτομαι, πηγαίνω, πηδάω / πηδώ, πιλοτάρω, προεξέχω, πτερυγίζω, ρίπτω, ρίχνω (στα σκουπίδια), σκίζω, σκορπάω, σκορπίζω, σκορπώ, σπαταλάω / σπαταλώ, σπρώχνω, συνοδεύω, ταξιδεύω, τρελ(λ)αίνομαι, τρέχω, υπαινίσσομαι, υπερίπταμαι, υποσκελίζω, υψώνομαι, φεύγω, φλετουράω / φλετουρώ, φτεροκοπάω / φτεροκοπώ, φτερουγίζω, χάνομαι, χαραμίζω, χειροβολώ, χοροπηδάω / χοροπηδώ
.
5/12/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
zwa
Δημοσίευση σχολίου