.
αποκαθιστώ, αποκατασταίνω, αποκτώ, αποκτώ + από/κάπως/με κάποιον τρόπο, ασφαλίζω, βγάζω, επιτρέπω, επιτυγχάνω + / πετυχαίνω + με βεβαιότητα / όλως ασφαλώς, θέτω σε ασφάλεια, καθιστώ + ασφαλές / δυνατό, καταφέρνω, κατοχυρώνω, πετυχαίνω, προμηθεύομαι, προφυλάω, προφυλάσσω, προφυλάττω, σιγουράρω, σιγουρεύω
.
αποκαθιστώ, αποκατασταίνω, αποκτώ, αποκτώ + από/κάπως/με κάποιον τρόπο, ασφαλίζω, βγάζω, επιτρέπω, επιτυγχάνω + / πετυχαίνω + με βεβαιότητα / όλως ασφαλώς, θέτω σε ασφάλεια, καθιστώ + ασφαλές / δυνατό, καταφέρνω, κατοχυρώνω, πετυχαίνω, προμηθεύομαι, προφυλάω, προφυλάσσω, προφυλάττω, σιγουράρω, σιγουρεύω
.
2 σχόλια:
Προφυλάσσω, άκου "προφυλάγω"...!!!
Βάλτε το σε παρένθεση, αν επιμένετε...
Το ίδιο και το ..."σιγουράρω"
Να'σαι καλά, Θάνο. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε (και τα διορθώνουμε βέβαια)...
Δημοσίευση σχολίου