20/1/10

κοινότοπος

.
ανιαρός, (ίδιος κι) απαράλλακτος / (ίδιος κι) απαράλλαχτος, βαρετός, δεύτερος, καθημαξευμένος, καθημερινός, κοινός, κοινοτοπικός, μια από τα ίδια, μονότονος, μπανάλ (banal), πάγκοινος, παραμασημένος, πεζός, πολυφορεμένος, ρουτινιέρικος, στάνταρ (standard), στερεότυπος, συνήθης, συνηθισμένος, τετριμμένος, της + ρουτίνας / σειράς, τυχαίος, φθαρμένος, χιλιοειπωμένος, χωρίς + πρωτοτυπία / φαντασία [κ.λπ.]
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: