30/1/10

αναπόσπαστο

.
αναγκαίο, αναπαλλοτρίωτο, αναποχώριστο, αναφαίρετο, απαραίτητο, άρρηκτα συνδεδεμένο, αχώριστο, εκ των ων ουκ άνευ, μη αφαιρετέο, συμφυές, σύμφυτο
.

χαρακτηριστικό

.
αντιπροσωπευτικό, (βασικό) γνώρισμα, (ιδιαίτερο) διακριτικό, ίδιον, ιδιότητα, ιδίωμα, σήμα κατατεθέν, τυπικό
.

καθυστέρηση

.
αναβολή, αναστολή στην ανάπτυξη, άργεμα, αργεμός, άργητα, αργοπόρηση, αργοπορία, βραδύτητα, έλλειψη + ανάπτυξης / εκσυγχρονισμού / προόδου, έξτρα / εξτρά (extra) + χρόνος, επιβράδυνση, επιπλέον χρόνος, καθυστερήσεις, μειωμένη ανάπτυξη, μη έγκαιρη + αναχώρηση / άφιξη, οπισθοδρόμηση, οπισθοδρομικότητα, οψιμιά, οψιμότητα, παράταση, παρέλκυση, πιθανή εγκυμοσύνη, πρόβλημα, στασιμότητα, συντηρητισμός, τραινάρισμα, τρενάρισμα, υπανάπτυξη, υπερχρονισμός, υστέρηση, χρονοτριβή
.

29/1/10

ματς

.
αγώνας, αναμέτρηση, κύπελλο, μάχη, μονομαχία, ντέρμπι (derby), παιγνίδι, παιχνίδι, παρτίδα, πρωτάθλημα, σύγκρουση, συνάντηση, τουρνουά (tournoi)
.

γκαζόν

.
γρασίδι, γρασσίδι, πελούζ (pelouse), πελούζα, χλόη, χλοοτάπητας, χορτάρι, χόρτο, χορτοτάπητας
.

κολιέ (collier)

.
αλυσίδα, γιορντάνι, κολιές, κόσμημα, κρεμασίδι, λαιμοστολίδια, μενταγιόν (médaillon), περιδέραιο
.

φούτμπολ

.
μπάλα, μπαλίτσα, ποδοσφαιράκι, ποδόσφαιρο, φουτμπόλ (football)
.

ρεστοράν

.
εστιατόριο, κοσμική ταβέρνα, λοκάντα, πανδοχείο, φαγάδικο, χάνι
.

μποξ

.
αποφόρτισης, εκτόνωση, εκτόνωσης, εκτονωτικός, μποξέρ, πυγμαχία, πυγμαχίας, πυγμαχικός, πυγμάχων
.

βόλεϊ

.
βόλεϊ-μπολ, βόλλεϋ, πετόσφαιρα, πετοσφαίριση
.

28/1/10

επικείμενες

.
αναμενόμενες, επερχόμενες, επικρεμάμενες, που + αναμένονται / επίκεινται / έρχονται / πλησιάζουν / πρόκειται να συμβούν σύντομα [κ.λπ.], προμηνυόμενες, προσεχείς
.

διασκορπίζω

.
ανεμοσκορπάω / ανεμοσκορπίζω / ανεμοσκορπώ, απομακρύνω, αποσυγκεντρώνω, ασωτεύω, δαπανώ + απερίσκεπτα / ασυλλόγιστα / άσωτα, διαλύω, διασκεδάζω, διασπαθίζω, διασπείρω, εξανεμίζω, εξαφανίζω, κάνω να + απομακρυνθεί / διαλυθεί / σκορπιστεί, καταξοδεύω, κατασκορπάω / κατασκορπίζω / κατασκορπώ, κατασπαταλάω / κατασπαταλώ, κατασπείρω,  ξοδεύω + απερίσκεπτα / ασυλλόγιστα / άσωτα, πετάω / πετώ + εδώ κι εκεί / στους πέντε ανέμους / στους τέσσερεις ανέμους, σκορπάω / σκορπίζω / σκορπώ + εδώ κι εκεί / στους πέντε ανέμους / στους τέσσερεις ανέμους, σπαταλάω / σπαταλώ, τρώω, χαραμίζω
.

26/1/10

εξομοιώνω

.
βάζω στο ίδιο καλάθι, θεωρώ / καθιστώ / κάνω + ίδιο / ισάξιο / όμοιο / παρόμοιο / συναφή [κ.λπ.], ομοιώ, ομοιώνω, παρομοιάζω, παρομοιώνω, τοποθετώ + σε όμοια σειρά / σε όμοια τάξη / στο ίδιο επίπεδο [κ.λπ.], υπάγω στην ίδια κατηγορία
.

πυρίμαχο

.
άκαυστο, αλεξίπυρο, ανεξίθερμο, ανθεκτικό, αντέχει, πυράντοχο, πυρέξ (Pyrex), πυριμόνιμο
.

24/1/10

εκσυγχρονισμός

.
αναδιοργάνωση, ανακαίνιση, ανακαινισμός, αναμόρφωση, αναπροσαρμογή στα νέα [ή σύγχρονα] δεδομένα, ανανέωση, ανάπτυξη, βελτίωση, εισαγωγή νέων [ή σύγχρονων] + μεθόδων / συστημάτων / τεχνολογιών [κ.λπ.], εκμοντερνισμός, εφαρμογή νέων [ή σύγχρονων] + μεθόδων / συστημάτων / τεχνολογιών [κ.λπ.], μεταρρύθμιση, μετασχηματισμός, μοντερνισμός, μοντερνοποίηση, προσαρμογή στα νέα [ή σύγχρονα] δεδομένα, συγχρονισμός, υιοθέτηση νέων [ή σύγχρονων] + μεθόδων / συστημάτων / τεχνολογιών [κ.λπ.]
.

22/1/10

εχέμυθος

.
άξιος εμπιστοσύνης, εγκρατής + γλώσσας / γλώσσης, έμπιστος, μυστικός, ταφόπετρα, τάφος
.

καλύπτω

.
αναλαμβάνω, αναμεταδίδω, αναπληρώνω, αναφέρομαι (διεξοδικά) σε, ανταποκρίνομαι + επαρκώς / ικανοποιητικά [κ.λπ.] + σε, αποκρύπτω, αποπεραίνω, αποπεραιώνω, αποπερατώνω, αποσιωπώ, αποσκεπάζω, ασταρώνω, ασφαλίζω, βάζω + κάλλυμα / φόδρα [κ.ά], βγάζω, βρίσκω άλλοθι για, διανύω, διατρέχω, διαχειρίζομαι, διεκπεραίνω, διεκπεραιώνω, δικαιολογώ, ελέγχω, εξυπηρετώ, επενδύω, επιδοκιμάζω, επικαλύπτω, επισκεπάζω, επιστεγάζω, επιστρέφω τα έξοδα, επιστρώνω, έχω, έχω υπό + την ευθύνη μου / τον έλεγχό μου [κ.ά], ικανοποιώ, ισοσταθμίζω, κάνω, κάνω πλάτες σε, καπακώνω, καπλαντίζω, κατασκεπάζω, κατέχω, κουκουλώνω, κρύβω, κρύπτω, ολοκληρώνω, μαρκάρω, μεταδίδω, ντύνω, παρασιωπώ, παραστέκομαι σε, παραστέκω, παρέχω προστασία, παρουσιάζω (διεξοδικά), περαίνω, περαιώνω, περατώνω, περιβάλλω, περιενδύω, περικαλύπτω, περιλαμβάνω, περιτυλίγω / περιτυλίσσω, περνάω / περνώ, πλαισιώνω, πληρώνω (τα έξοδα), πνίγω, προασπίζω, προβάλλω, προκαλύπτω, προστατεύω, προφυλάγω / προφυλάσσω / προφυλάττω, σκεπάζω, σκέπω, σπαργανώνω, στεγάζω, συγκαλύπτω, συμπαραστέκομαι σε, συμπεριλαμβάνω, συμπληρώνω, συνοδεύω, τρέχω, τυλίγω / τυλίσσω, φασκιώνω, φέρω εις πέρας, φέρνω σε πέρας, φοδραρίζω, φοδράρω
.

επιβάλλω

.
αναγκάζω [κάποιον] σε, βάζω + με το ζόρι / πάνω / πλώρη, διατάσσω / διατάζω, εισάγω, επιθέτω, επιτάσσω, θεσπίζω, καθιερώνω, καθιστώ υποχρεωτικό, κάνω να + επικρατήσει / εφαρμοστεί / ισχύσει [κ.ά.], καταφέρνω να + περάσω / πετύχω / εφαρμόσω [κ.λπ.], κελεύω, ορίζω, περνάω / περνώ, προστάζω, υπαγορεύω, υποχρεώνω σε
.

21/1/10

μέτοικος

.
αλλοδαπός, αλλοεθνής, αποδημητής, απόδημος, άποικος, έπηλυς, μετανάστης, ξενιτεμένος, ξένος, πάροικος, πρόσφυγας, φευγάτος
.

20/1/10

μέρα

.
αποτέλεσμα, αυγή, γειά, γειά χαρά, γιορτή, δημοσιότητα, διάθεση, εικοσιτετράωρο, έκβαση, επέτειος, εποχή, ζωή, ηλιοφάνεια, ήμαρ, ημέρα (της εβδομάδας), ημερομηνία, ημερομίσθιο, ημερονύκτιο, καιρός, καλημέρα, κατάσταση, κέφι, κόσμος, μέρα της εβδομάδας, μεροδούλι, μεροκάματο, μερόνυχτο, μία, ξημέρωμα, πριν + βραδιάσει / νυχτώσει / πέσει ο ήλιος [κ.λπ.], πρωί, πρωινό, σειρά, στιγμή, φορά, φόρμα, φως, χάραμα, χρόνος, χρόνος πλήρους περιστροφής γύρω από τον άξονα [ενός πλανήτη], ώρα
.

ανατολίτικος

.
από + τη Μέση Ανατολή / τη Μικρά Ασία / την Ανατολία / την Εγγύς Ανατολή / τις χώρες της Ανατολής [κ.λπ.], αραβικός, κωνσταντινουπολίτικος, μικρασιατικός, οριεντάλ (oriental), περσικός, πολίτικος, του Ανατολίτη, τούρκικος / τουρκικός, τουρκογενής
.

κοινότοπος

.
ανιαρός, (ίδιος κι) απαράλλακτος / (ίδιος κι) απαράλλαχτος, βαρετός, δεύτερος, καθημαξευμένος, καθημερινός, κοινός, κοινοτοπικός, μια από τα ίδια, μονότονος, μπανάλ (banal), πάγκοινος, παραμασημένος, πεζός, πολυφορεμένος, ρουτινιέρικος, στάνταρ (standard), στερεότυπος, συνήθης, συνηθισμένος, τετριμμένος, της + ρουτίνας / σειράς, τυχαίος, φθαρμένος, χιλιοειπωμένος, χωρίς + πρωτοτυπία / φαντασία [κ.λπ.]
.

19/1/10

τάση

.
αγάπη, βολτάζ (voltage), διάθεση, διαφορά δυναμικού, δυναμική, έκταση, ένταση, επιδεκτικότητα, επιρρέπεια, έφεση, ηλεκτρεγερτική δύναμη, ηλεκτρική αντίσταση, κατεύθυνση, κλίση, μόδα, όρεξη, ορμέμφυτο, ορμή, πίεση (αερίου / ατμού), προδιάθεση, προσανατολισμός, προτίμηση, ρεύμα, ροπή, τάνυση, τάνυσμα, τανυσμός, τανυτό, τέντωμα
.

ασχολούμαι με

.
απασχολούμαι + με / ως, αφιερώνω το χρόνο μου σε, αφοσιώνομαι σε, διατρίβω σε, δουλεύω με, εντρυφώ σε, εργάζομαι με, ενασχολούμαι με, επιδίδομαι σε, έχω την έγνοια [+ γεν.], κάνω, καταγίνομαι με, καταπιάνομαι με, κοιτάζω, μελετάω / μελετώ, μεριμνώ για, μπλέκω με, περνάω / περνώ + την ώρα μου με, ρωτάω / ρωτώ για, σπουδάζω, φροντίζω, φτιάχνω
.

δυσνόητος

.
αδιευκρίνιστος, αίνιγμα, αινιγματικός, ακαταλαβίστικος, ακατάληπτος, ακατανόητος, αλαμπουρνέζικος, αρτζιμπούρτζι (και λουλάς) / άρτζι-μπούρτζι (και λουλάς) / άρτσι-μπούρτσι (και λουλάς), ασαφής, ασυνάρτητος, γρίφος, γριφώδης, δυσανάγνωστος, δυσδιάκριτος, δυσεξήγητος, δυσκατάληπτος, δυσκολονόητος, δύσκολος, δύσληπτος, δυσπαρακολούθητος, θολός, μπέρδεμα, μπερδεμένος, ομιχλώδης, ό,τι νά'ναι, περίεργος, πολύπλοκος, σκοτεινός, στριφνός / στρυφνός, σύνθετος
.

προοδεύω

.
ακμάζω, αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, βελτιούμαι / βελτιώνομαι, γίνομαι + ικανότερος (-η/-ο) / καλλίτερος (-η/-ο) / καλύτερος (-η/-ο) [κ.λπ.], διακρίνομαι, είμαι σε καλό δρόμο, εξελίσσομαι, έχω εξέλιξη, καλλιτερεύω / καλυτερεύω, κάνω πρόοδο, κερδίζω έδαφος, πάω / πηγαίνω + μπρος / μπροστά, προάγομαι, προβιβάζομαι, προκόβω, προκόπτω, προχωράω / προχωρώ, προωθούμαι,  σημειώνω + ανάπτυξη / βελτίωση / πρόοδο
.

18/1/10

πλέω

.
ανακρούομαι, ανακρούω πρύμνη, αναπλέω, αναποδίζω, αρμενίζω, βρίσκομαι (εν πλω),διαπλέω, διασχίζω + τα νερά / τη θάλασσα [κ.λπ.], διαυλακώνω + τα πελάγη / τις θάλασσες [κ.λπ.], είμαι, είμαι + βουτηγμένος / εν πλω / καθοδόν / στη θάλασσα / στο δρόμο για [κ.ά.], εκτελώ + διάπλου / δρομολόγιο / πλου [κ.λπ.], επιπλέω, επιπολάζω, ιστιοδρομώ, κατευθύνομαι, κινούμαι, κολυμπάω / κολυμπώ, κρατούμαι / κρατιέμαι, μένω στην επιφάνεια (του νερού), μετακινούμαι, ναυσιπλοώ, παραπλέω, πάω / πηγαίνω, πελαγίζω, πελαγοδρομώ, πελαγώνω, περιπλανιέμαι, περιπλέω, περιφέρομαι, πλεύω, πορεύομαι, προχωράω / προχωρώ, προωθούμαι, στέκομαι στον αφρό, τα καταφέρνω, ταξιδεύω, τραβερσάρω, ωθούμαι
.

διεπιστημονικός

.
διακλαδικός, καθολικός, ολικός, ολόπλευρος, πολυδιάστατος, πολυεπίπεδος, πολυκλαδικός, πολύπλευρος, πολυπρισματικός, συνολικός, σφαιρικός
.

απρόσεκτος

.
αδιάφορος, αλλού, αλόγιαστος, αλόγιστος, άμυαλος, απερίσκεπτος, αποξεχασμένος, απρόσεχτος, αστόχαστος, ασυλλόγιστος, ασύνετος, αφηρημένος, επιπόλαιος, επικίνδυνος, κλάμζι (clumsy), ξεχασμένος, ονειροπόλος, ρεμβώδης, ριψοκίνδυνος, τσαπατσούλης, τσαπατσούλικος, χύμα, χωρίς (τη δεόυσα / την απαραίτητη) προσοχή
.

17/1/10

προγενέστερος

.
από πριν, αρχαιότερος, αρχύτερος, παλαιός, παλαιότερος, παλιός, παλιότερος, πιο + παλαιός / παλιός, προηγηθείς, προηγούμενης εποχής, προηγούμενος, πρότερος, πρώην, πρωτύτερος
.

16/1/10

ενδείκνυμαι

.
αρμόζω, είμαι + ευάρμοστος / ιδανικός / κατάλληλος / ό,τι πρέπει / πρόσφορος / ταιριαστός [κ.λπ.], εκπληρώ τις απαιτήσεις, ενδεικνύομαι, ευθετώ, ιδιάζω, καλοταιριάζω, καλύπτω τις απαιτήσεις, κάνω, κολλάω, πάω (σα γάντι), πηγαίνω (σα γάντι), πληρώ τις απαιτήσεις, πρέπω, προσιδιάζω, προσφέρομαι, ταιριάζω
.

δύσκολο

.
άβολο, αίνιγμα, αινιγματικό, ακανθώδες, ακατόρθωτο, ανάποδο, αντίξοο, ανώμαλο, απαιτητικό, απροσάρμοστο, άτακτο, βάρος, βάσανο, βουνό, γαμήσι, γεμάτο + δυσκολίες / εμπόδια, Γολγοθάς, γρίφος, γριφώδες, δαιδαλώδες, (μεγάλη / ολόκληρη) διαδικασία, δυσανάγνωστς, δυσάρεστο, δύσβατο, δυσεξήγητο, δυσεπίλυτο, δυσεπίτευκτο, δύσκαμπτο, δυσκολεύει, δυσκολογιάτρευτο, δυσκολοδιάβαστο, δυσκολοδούλευτο, δυσκολοκάμωτο, δυσκολονόητο, δυσκολοξεδιάλυτο, δυσκολοπέραστο, δυσνόητο, δυσπροσάρμοστο, δύστροπο, δυσυπέρβλητο, δυσχεραντικό, δυσχερές, εκλεκτικό, επικίνδυνο, εργώδες, ευερέθιστο, ζιζάνιο, ζόρικο, ιδιόρρυθμο, ιδιότροπο, (μεγάλη / ολόκληρη) ιστορία, κοπιαστικό, κοπιώδες, κόπος, λαβύρινθος, με + δυσκολίες / εμπόδια, μετ'εμποδίων, μίζερο, μπελαλής, μπελαλίδικο, μπελάς, μπέρδεμα, μπερδεμένο, μυστηριώδες, ολισθηρό, ομιχλώδες, παλούκι, παράξενο, παρουσιάζει + δυσκολία / δυσκολίες, περίεργο, περιπετειώδες, περίπλοκο, πίπα, πολύπλοκο, πονοκέφαλος, πούτσα, πρόβλημα, προβληματικό, προκαλεί + δυσκολία / δυσκολίες, σκοτούρα, σπαζοκεφαλιά, στενό, στριμμένο, ταλαιπωρία, τσιμπούκι, υψηλής δυσκολίας, υψηλού βαθμού δυσκολίας, φασαρία
.

τύψεις

.
βάρος της συνείδησης, έλεγχος της συνείδησης, ενοχές, ένοχος, κτυπήματα, κτύποι, σαράκι, συναισθήματα ενοχής, τύψη, υπαίτιος, φταίξιμο, φταίχτης, φωνή της συνείδησης, χτυπήματα, χτύποι
.

15/1/10

εφαρμόζω

.
αρμόζω, ασκώ, βάζω σε + ενέργεια / εφαρμογή / ισχύ / πράξη, είμαι + ευάρμοστος / κατάλληλος / ταιριαστός [κ.λπ.], εκτελώ, έρχομαι + κουτί / χυτό, εφάπτομαι, έχω + (καλή) εφαρμογή / τις σωστές διαστάσεις / το κατάλληλο σχήμα και μέγεθος, θέτω σε + ενέργεια / εφαρμογή / ισχύ / πράξη, καλοταιριάζω, κάνω, κολλάω, μπαίνω, πάω (σα γάντι), πηγαίνω (σα γάντι), πραγματοποιώ, πραγματώνω, προσαρμόζομαι, προσαρμόζω, στρώνω, συμπίπτω, συνάπτω, συναρμόζω, συνταιριάζω, σφίγγω, ταιριάζω, τοποθετώ με ακρίβεια, υλοποιώ, χρησιμοποιώ, χωράω, χωρώ
.

αντενδείκνυμαι

.
αντενδεικνύομαι, δεν + είμαι κατάλληλος / ενδείκνυμαι / ενδεικνύομαι / έχω θέση (εν προκειμένω), είμαι προς αποφυγήν, θεωρούμαι ακατάλληλος
.

πεντανόστιμο

.
άπαικτο / άπαιχτο, απίθανο, απίστευτο, απολαυστικότατο, άριστο, αριστούργημα, αριστουργηματικό, ασύγκριτο, ασύλληπτο, ασυναγώνιστο, αφάνταστο, άψογο, γαμάτο, γαμιστερό, γαστρονομικό, γευστικότατο, γκουρμέ (gourmet), γλυκύτατο, δεν + παίζεται / συγκρίνεται / υπάρχει [κ.ά.], εκπληκτικό, εξαιρετικό, εξαίσιο, έπαθα (πλάκα), ευγευστότατο, θαυμάσιο, θεϊκό, και + γαμώ / το πρώτο, καταπληκτικό, καύλα, κορυφή, κορυφαίο, κορφή, λιώνω, λουκούμι, μέλι, μμμ...!, μπουκιά και συχώριο, να γλείφιες τα δάχτυλά σου, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, νοστιμότατο, ομορφότατο, ονειρεμένο, όνειρο, πανέμορφο, πεθαίνω, πολύ μιάμ, σούπερ, τέλειο, τερψιλαρύγγιο, τοπ (top), υψηλή γαστρονομία, φανταστικό, φοβερό, χύνω, ωραιότατο
.

αναλυτικός

.
ακριβής, ακριβολόγος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένος, εννοιολογικός, εξαντλητικός, εξερευνητικός, εξεταστικός, εξονυχιστικός, επαγωγικός, ερευνητικός, εταστικός, λεπτολογικός, λεπτολόγος, λεπτομερειακός, λεπτομερής, μακρήγορος, μακρός, μακροσκελής, μεγάλος, νοηματολογικός, προσεκτικός / προσεχτικός, συνθετικός, σχολαστικός, της + αναλύσεως / ανάλυσης, φιλέρευνος, χορταστικός, χωρίζοντας, χωρίζων
.

14/1/10

μαγική

.
ακατανίκητη, ακατανόητη, ανεξήγητη, άπαικτη / άπαιχτη, απίθανη, απίστευτη, άριστη, ασύγκριτη, ασύλληπτη, ασυναγώνιστη, αφάνταστη, άψογη, βάσκανη, βασκαντική, γαμάτη, γαμιστερή, γεμάτη μαγεία, γοητευτική, γοητευτικότατη, γραφική, γραφικότατη, δεν + παίζεται / συγκρίνεται / υπάρχει [κ.ά.], εκπληκτική, εντυπωσιακή, εξαιρετική, εξαίσια, εξορκιστική, θαυμάσια, θαυμαστή, θαυματοποιά, θαυματουργή, θεά (της μπάλας), θελκτική, θελκτικότατη, θεουργική, ιδιαίτερα ξεχωριστή, καβαλιστική, καββαλιστική, και + γαμώ / η πρώτη, καταγοητευτική, καταπληκτική, καύλα, κούκλα, μαγευτική, μαγνητική, μαντική, με μαγικές ιδιότητες, μεταφυσική, μυστήρια, μυστηριώδης, όλη μαγεία, ομορφότατη, ονειρεμένη, ονειρευτή, ονειρική, όνειρο, παραψυχολογική, πανέμορφη, παραδεισένια, παράδεισος, παράξενη, παραπλανητική, περιέργη, πλάνα, πνευματιστική, σαγηνευτική, σαγηνευτικότατη, σούπερ (super), συγκλονιστική, συναρπαστική, συναρπαστικότατη, ταχυδακτυλουργική, τέλεια, τελειότατη, τηλεπαθητική, της μαγείας, υπερτέλεια, φανταστική, χωρίς (λογική) εξήγηση
.

άπλυτα

.
ακαθάριστα, ακάθαρτα ρούχα, άνιπτα, άνιφτα, ασφουγγάριστα, αφρόντιστα, βρόμικα, γαριασμένα, γαρισμένα, για + την μπουγάδα / πλύσιμο / το πλυντήριο, γλιντζιασμένα, γλιτζιασμένα, επιλήψιμα μυστικά, λεκιασμένα, λερωμένα, λιγδιασμένα, μαυρισμένα, μουτζουρωμένα, πολυφορεμένα, σκονισμένα, τσιμπλιασμένα, φορεμένα
.

διαχέομαι

.
αναβλύζω, αναβλύω, αναβρύζω, αναβρύω, αναδίδομαι, αναρρέω, διαδίδομαι, διαρρέω, διασκορπίζομαι, εκπέμπομαι, εκρέω, εκχέομαι, εκχύνομαι, σκορπιέμαι, σκορπίζομαι + προς όλες τις κατευθύνσεις / τριγύρω, χύνομαι
.

13/1/10

ταιριάζω

.
αρμόζω, αρμονίζω, βρίσκομαι σε συμφωνία, διατάσσω αρμονικά, είμαι + απροπό (à propos) / ασορτί / ευάρμοστος / κατάλληλος / πρόσφορος / ταιριαστός [κ.λπ.], εκπληρώ τις απαιτήσεις, εναρμονίζω, ενδεικνύομαι / ενδείκνυμαι, έρχομαι + κουτί / χυτό, ευθετώ, εφαρμόζω, έχω + κοινά ενδιαφέροντα / πολλά κοινά / το ίδιο γούστο / το αντίστοιχο σχήμα / τις ίδιες απόψεις / τις ίδιες συνήθειες [κ.ά.], θέτω εν αρμονία, ιδιάζω, καλοταιριάζω, καλύπτω τις απαιτήσεις, κάνω, κολλάω, μπαίνω, πάω (σα γάντι), πηγαίνω (σα γάντι), πληρώ τις απαιτήσεις, πρέπω, προσαρμόζομαι, προσήκω, προσιδιάζω, προσφέρομαι, συμβαδίζω, συμπίπτω, συμφωνώ, συνάδω, συναρμόζω, συνδέω, συνδυάζω (αρμονικά), συνεννοούμαι (καλά), συνταιριάζω, συνυπάρχω + αρμονικά / ευχάριστα, τα βρίσκω, χωράω, χωρώ
.

κοιτάζω

.
αγκαλιάζω με το μάτι, αγναντεύω, ακούω, ανοίγω + τα μάτια μου / τα στραβά μου, αντικρίζω, αποβλέπω, ασχολούμαι με, ατενίζω, βιγλάρω, βιγλίζω, βλέπω, βυθίζω το βλέμμα (μου), γυρίζω + προς / τα μάτια μου προς / το βλέμμα μου προς, δίνω προσοχή, εγκύπτω, ελέγχω, εξετάζω, ενδιαφέρομαι για, επιβλέπω, επιδίδομαι, επιδιώκω, επιμελούμαι, επιστατώ, επιτηρώ, ερευνώ, εστιάζω, εστιάζω + την προσοχή μου / το βλέμμα μου, έχω + τα μάτια μου ανοιχτά / τα μάτια μου τέσσερα / το νου μου, θεώμαι, θωρώ, κάνω + διάγνωση / μπανιστήρι, καταγίνομαι με, κατοπτεύω, κατευθύνω τις βλέψεις μου, κιαλάρω, κοιτάω / κοιτώ, λαμβάνω + μέτρα ώστε / υπ'όψιν, μεριμνώ για, μπανίζω, νοιάζομαι για, νοσηλεύω, παίρνω μέτρα ώστε, παρακολουθώ (με το μάτι), παρατηρώ, περιεργάζομαι, περιποιούμαι, περισκοπώ, προσβλέπω, προσέχω, προσηλώνω + τα μάτια μου / το βλέμμα μου, ρίχνω + ένα βλέμμα / μια ματιά, σηκώνω + τα μάτια μου προς / το βλέμμα μου, σημειώνω, σκέφτομαι, σκοπεύω, στρέφομαι προς, στρέφω + τα μάτια μου προς / τη ματιά μου προς / την προσοχή μου προς / τις βλέψεις μου / το βλέμμα μου προς, τεντώνω τα μάτια, τηράζω / τηράω / τηρώ, τσεκάρω, φερμάρω, φροντίζω, χαζεύω, ψάχνω με το βλέμμα
.

έξυπνος

.
αγχίνους, αετός, Αϊνστάιν, ακονισμένο μυαλό, ακριβείας, ανεπτυγμένης νοημοσύνης, ανοιχτομάτης, αντιληπτικός, απατεώνας, αποτελεσματικός, ατσίδα / ατσίδας, αφυπνισμένος, βαθύνους, βαθυστόχαστος, γάτα, γνώστης, γραμματισμένος, γραμματιζούμενος, δαίμονας, δαιμόνιος, δαιμονισμένος, δείχνει εξυπνάδα, δημιουργικός, διαβασμένος, διαβολάνθρωπος, διαβολεμένος, διάβολος, διαδραστικός, διάνοια, διάολος, διορατικός, δυνατό μυαλό, δυνατός, εγγράμματος, εμβριθής, εξυπνάκιας, εξυπνότατος, επινοητικός, ευρηματικός, εύστροφος, ευφυέστατος, ευφυής, ευφυΐα, ευφυολόγος, εφευρετικός, ιδιοφυής, ιδιοφυΐα, ικανός, ικανότατος, καλός, κάλτσα του διαβόλου, καταρτισμένος / κατηρτισμένος, κεφάλι, κόβει το μυαλό του, κοφτερός, λαμπρός, μάγκας, μαθαίνει εύκολα, με + αντίληψη / γνώσεις / εξυπνάδα / κατάρτιση / μυαλό / πτυχίο / σπουδές / υψηλή νοημοσύνη / υψηλό δείκτη νοημοσύνης / φαντασία / ψηλό άι κιού (I.Q.) [κ.ά.], μεγαλόνους , μεγαλοφυής, μεγαλοφυΐα, μορφωμένος, μούτρο, μπροστά, μυαλό, μυαλωμένος, νοήμονας, νοήμων, ξεφτέρι, ξουράφι, ξυπνητός, ξύπνιος, ξυπνός, ξυράφι, οξυδερκής, οξύνους, παμπόνηρος, πανέξυπνος, πανούργος, πιάνει πουλιά στον αέρα, πλήρης πνεύματος, πνεύμα, πνευματώδης, πολυμήχανος, πολύστροφος, πολυτάλαντος, πολύτροπος, πονηρός, πονηρότατος, πρακτικός, προικισμένος, προνοητικός, προσαρμοστικός, ράτσα, σαΐνι, σε εγρήγορση, σερπετός, σοφός, σπίθα (μοναχή), σπίρτο (μοναχό), σπιρτόζος, σπουδαγμένος / σπουδασμένος, σπουδαίο μυαλό, σπουδαίος, τα πιάνει, ταχύνους, τετραπερασμένος, τετραπέρατος, τζίνι, τρανός, φανερώνει εξυπνάδα, φίνος, φωστήρας, ψαγμένος
.

12/1/10

είλωτας

.
αιχμάλωτος, αλευτέρωτος, αλύτρωτος, ανδράποδο, ανελεύθερος, αράπης, βαλές, δέσμιος, δεσμώτης, δουλοπάροικος, δούλος, είλως, ζώο, θύμα, μαύρος, νεγράκι, νέγρος, όμηρος, ραγιάς, σάκος του μποξ, σκλάβος, σκυλάκι, σκυλί, σκύλος, του κλότσου και του μπάτσου, υπηρέτης, υποτελής, υποχείριος, φυλακισμένος
.

περίεργος

.
αδιάκριτος, ακατανόητος, αλαμπουρνέζικος, αλλιώς, αλλιώτικος, αλλόκοτος, ανεξήγητος, ανήσυχο πνεύμα, αντιφυσικός, ανώμαλος, αξιοπερίεργος, αξιοπρόσεκτος / αξιοπρόσεχτος, άξιος περιέργειας, απερίγραπτος, αστείος, ασυνήθιστος, αφύσικος, γκροτέσκος / γκροτέστικος, διαφορετικός, δυσεξήγητος, δύσκολος, δυσνόητος, δύστροπος, εκκεντρικός, ενδιαφέρεται (να μάθει), εξαιρετικός, έξω από + τα συνηθισμένα / το σύνηθες, εξωτικός, ερευνητικός, ετερόνομος, ετεροταγής, έχει περιέργεια, ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος, ιδιότυπος, κατεχόμενος από περιέργεια, κουτσομπόλης, μαϊντανός, μη + κανονικός / φυσιολογικός, μυστήριος, μυστηριώδης, ξενότροπος, όλο + απορίες / ερωτήσεις, παράδοξος, παράξενος, παρά φύσιν, παρεκκλίνει (από τον κανόνα), πολυπερίεργος, πρωτότυπος, (όλο) ρωτά(ει), σούι γκένερις (sui generis), φιλομαθής, φιλοπερίεργος, φιλοπράγμονας, φιλοπράγμων, ψάχνει, ψαχουλευτής
.

αταλάντευτη

.
αδιάσειστη, αδιασάλευτη, αδιατάρακτη, αδόνητη, άκαμπτη, ακίνητη, ακλόνητη, ακούνητη, αλύγιστη, αμετάβλητη, αμετακίνητη, αμετασάλευτη, αμετεώριστη, ασάλευτη, αταλάντωτη, ατάραχη, ατράνταχτη, δεν + κάμπτεται / ταλαντεύεται / υποχωρεί [κ.λπ.], εδραία, ευσταθής, μόνιμη, πάγια, σταθερή, στέρεα / στερεά, (καλά) στερεωμένη / στεριωμένη
.

έναυσμα

.
αναφλεκτήρας, αναφλέκτης, αναφλογέας, άπτρα, άφτρα, δαυλός, διεγερτικό, έκκαυμα, εμπύρευμα, ζώπυρο(ν), μέσο + ενίσχυσης μεταδιδόμενου πυρός / μετάδοσης πυρός / συνδαύλισης / υποδαύλισης / υπόθαλψης, μέσο πρόκλησης + διέγερσης / εκπυρσοκρότησης / έξαψης παθών / εξέγερσης [κ.ά.], μέσο πυροδότησης + εκρηκτικής ύλης / εξελίξεων, προσάναμμα, πυροδότης, πυροσειρίδα, φλεκτήρας, φλέκτης
.

στερεότυπο

.
αμετάβλητο, ανιαρό, (ίδιο κι) απαράλλακτο / (ίδιο κι) απαράλλαχτο, ασχολίαστο (αρχαίο) κείμενο, αυτούσια επαναλαμβανόμενο, (αυθαίρετη) γενίκευση, έκδοση από έκτυπες πλάκες, κλισέ (cliché), μονότονο, μονότροπο, μονόχορδο, ομοιόμορφο, πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενο, προκατασκευασμένη αντίληψη, στάνταρ (standard), στερεοτυπικό, το αυτό πάντοτε, το ίδιο και το ίδιο, τυπογραφική πλάκα, χωρίς + ερμηνευτικά σχόλια / περικοπές
.

επιπλήττω

.
απευθύνω (αυστηρή / δριμεία έντονη) παρατήρηση, αποδοκιμάζω (δριμύτατα / έντονα), αποπαίρνω, βάζω πόστα, βρίζω, δίνω + έναν τράκο / κατσάδες / την παπάρα, επιπλήσσω, επιτιμώ, κακοπαίρνω, κάνω (αυστηρές / δριμείες / έντονες) συστάσεις, κατακρίνω, κατηγορώ, κατσαδιάζω, λούζω, μαλώνω, μέμφομαι, παραπαίρνω, παρατηρώ (αυστηρά / δριμύτατα / έντονα), πατάω / πατώ + κατσάδα, περιαρπάζω, (τής / τού) την λέω, στόλιζω, στρώνω στην κατσάδα, τής / τού + τα ψέλνω, τραβάω / τραβώ + ένα λούσιμο, ψάλλω τον εξάψαλμο(ν), ψέγω (δριμύτατα / έντονα)
.

φούρνος

.
ανθρακοκάμινος, αρτοζαχαροπλαστείο, αρτοκλίβανος, αρτοποιείο, αρτοποιία, αρτοπωλείο, ασβεστοκάμινος, εστία ατμολέβητα, θάλαμος + αερίων / μικροκυμάτων, θολωτό κτίσμα, καμίνι, κάμινος, καύσωνας, κάψα, κλίβανος, κρεματόριο, λάβρα, λιοπύρι, πολύ + ζεστή / ζεστό(ς), πρατήριο + άρτου / ψωμιού, (ηλεκτρική) συσκευή + για ψήσιμο / ψησίματος, υπερβολική ζέστη, υψικάμινος, φουρνάκι, φουρνάρικο, ψωμάδικο
.

11/1/10

έκδοση

.
ανατύπωση, αριθμός (τεύχους), βαριόρουμ (variorum), βιβλίο, βιβλιοπαραγωγή, δημοσίευση, διάθεση, έκδοση, εκτύπωση, εμφάνιση, έντυπο, επανέκδοση, (δημοσιευμένο / εκδιδόμενο) έργο, κείμενο, κοινοποίηση, κοπή, κόψιμο, κυκλοφορία, μετάφραση, νούμερο (τεύχους), παράδοση (σε ξένες αρχές), παραλλαγή, παρουσιαστικό, περιοδικό, πώληση, σύνολο αντιτύπων, τρόπος εκτύπωσης, χορήγηση
.

αναφορά

.
γνωστοποίηση, διακοίνωση, (επίσημη) έκθεση, ενημέρωση, επίσημο έγγραφο, καταγγελία, κατάδοση, κριτήριο, λόγος, μεμοράντουμ (memorandum), μνεία, νότα, ραπόρτο, ριπόρτ, συσχέτιση, υπόμνημα, υπομνηστικό σημείωμα
.

εκτενείς αναφορές

.
(αναλυτικές / διεξοδικές / εκτεταμένες / λεπτομερείς / μακρήγορες / μακροσκελείς / μακρόσυρτες / μακροτενείς / μεγάλης διάρκειας / μεγάλης έκτασης) + αναφορές, ιδιαίτερη μνεία
.

εκτενής

.
αναλυτική (-ός), διεξοδική (-ός), εκτεταμένη (-ος), λεπτομερής, μακρήγορη (-ος), μακροσκελής, μακρόσυρτη (-ος), μακροτενής, μεγάλης + διάρκειας / έκτασης
.

στήριγμα

.
ακούμπημα, ακούμπισμα, ακουμπιστήρι, αντέρεισμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα, αντιστύλι, αντίστυλο, αντιστύλωμα, αποκούμπι, ασφάλεια, βάθρο, βάση στήριξης, βαστάγι, βοήθεια, βοηθός, δοκάρι, δοκός, ενίσχυση, επέρεισμα, επιστήριγμα, έρεισμα, ηθική συμπαράσταση, ηθικός συμπαραστάτης, θεμέλιο, μέσο στήριξης, ξυλοστάτης, ορθοστάτης, παραστάτης, πειστικό επιχείρημα, πουντέλι, προασπιστής, προστασία, προστάτης, σανίδα, στήριξη, στύλος, σύμμαχος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, συναντίληψη, υπεράσπιση, υπερασπιστής, υπέρεισμα, υπόβαθρο, υποβάτης, υπόθεμα, υποστάτης, υποστήριγμα, υποστηρικτής, υποστήριξη, υποστύλωμα
.

ευερέθιστος

.
ανυπόμονος, αράθυμος, αψίθυμος, αψόθυμος, αψύς, δύσκολος, ευέξαπτος, εύθικτος, καβγατζής, θερμόαιμος, θερμοκέφαλος, θυμωσιάρης, νευρικός, οξύθυμος, οργίλος, τούρκος, τσαντίλας, τσινιάρης, υστερικός, φουριόζος
.

ασύμμετρος

.
ακανόνιστος, άμετρος, ανισόμετρος, άνισος, άσχημος, αταίριαστος, άτεχνος,  δυσανάλογος, δυσαρμονικός, κακοφτιαγμένος, μη συμμετρικός, παράταιρος, στραβός, υπέρμετρος
.

συμβατικό

.
αυτόματο, εξαρτημένο, καθιερωμένο, κανονικό, κατά παράδοση, κατά σύμβαση, κομφορμιστικό, παραδοσιακό, συμβολαιογραφικό, συνηθισμένο, τυπικό, φεριμπότ, φέρι-μπόουτ
.

10/1/10

μεθοδολογία

.
ανάλυση μεθόδων, δρόμος, μέθοδος, μελέτη μεθόδων, οδός, σύνολο μεθόδων, σύστημα, σύστημα + αρχών / κανόνων / μεθόδων, σχέδιο, το πώς, τρόπος (εφαρμογής μεθόδου)
.

ακριβοπόθητος

.
ακριβοθώρητος, επίζηλος, επιπόθητος, λαχταριστός, λιμπιστός, ονειρευτός, περιζήτητος, περιπόθητος, πολυπόθητος
.

αμετάγνωστος

.
αγύριστο κεφάλι, αγύριστος, αδιάλλακτος, αδιόρθωτος, άκαμπτος, ακλόνητος, αλύγιστος, αμεταγύριστος, αμετάλλακτος, αμεταμέλητος, αμετάνιωτος, αμετανόητος, αμετάστροφος, άσειστος, επίμονος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, μουλάρι, ξεροκέφαλος, πεισματάρης, πείσμονας, πείσμων, σταθερός
.

ακριτολογία

.
αδιάκοπη ομιλία, αδολέσχημα, αδολεσχία, αεροκάπνισμα, αερολογία, αθυρογλωσσία, αθυροστομία, ακράτεια (γλώσσας), ακριτοέπεια, ακριτομυθία, αμετροέπεια, αμετρολογία, ανεμολογία, απεραντολογία, απύλωτον γλώσσης, άρατ' αθέματα, αργολογία, ασιγησία, ασωπασιά, βαττολογία, βερμπαλισμός, γκεβεζιλίκι, γλωσσάλγημα, γλωσσαλγία, γλωσσοκοπία / γλωσσοκοπιά, έμπνευση, κενολογία, ληρολογία, λήρος, λίμα, λογοδιάρροια, λογοκοπία, λογόρροια, μακρηγορία, μακρολογία, ματαιολογία,  μωρολογία, μπλαμπλά, οίστρος, πάρλα, περιττολογία, πλατυρρημοσύνη, πλησμονή λόγων, πολυλαλία / πολυλαλιά, πολυλαλιά, πολυλογία, φλυαρία, υπερομιλητικότητα, φαφλατάρισμα, φαφλατιά, φλήναφος, φλυάρημα
.

αγκύλωση

.
ακαμψία, ακινησία, αρθροπάθεια, εμμονή, καμπούριασμα, καμπύλωση, κάμψη, κύρτωση, παράλυση, πιάσιμο
.

αβρός

.
αβροεπής, ανάλαφρος, απαλός, γαλάντης, γεμάτος χάρη, γκαλάν (galant), γλυκός, γλυκύς, διακριτικός, εκλεπτυσμένος, ευγενής (στους τρόπους), ευγενικός, ευπρεπής, ευσυμπερίφορος, ευχάριστος, ζαρίφικος, ήπιος, ιπποτικός, καθώς πρέπει, κομιλφό (comme il faut), κομψοπρεπής, κομψός, λεπτομαθημένος, λεπτός (στα ήθη και τους τρόπους), μαλακός, μαλθακός, με (λεπτούς) τρόπους, ντελικάτος, σεμνολόγος, σεμνοπρεπής, σεμνός, τρυφερός, τρυφηλός, φίνος, χαριτωμένος, ψιλομαθημένος
.

αληθοεπής

.
αληθολάτρης, αληθολόγος, αψευδής, άψευτος, ειλικρινής, μη ψευδόμενος, φιλαλήθης
.

9/1/10

τρυφερός

.
αβρός, αγίνωτος, αδύνατος, αισθαντικός, αισθηματικός, απαλός, απαλόσαρκος, άπλερος, άταλος, αφράτος, βλαστερός, γαλαθηνός, γαλήνιος, γλυκός, γλυκύς, ερωτικός, ευαίσθητος, εύθρυπτος, ευκολόβραστος, ευκολόθραυστος, ευκολόσπαστος, εύθραυστος, εύστοργος, ευσυγκίνητος, ευχάριστος, καλός, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, μαλακός, ντελικάτος, ρομαντικός, στοργικός, συγκινησιάρης, συναισθηματικός, του γάλακτος, τρυφεράδι, τρυφερόκαρδος, τρυφερούλης, τρυφερούτσικος, φιλεύσπλαχνος, φιλόστοργος, χαδιάρης, χαδιάρικος, χλωρός
.

κατασκευή

.
ανέγερση, ανοικοδόμηση, απόδειξη, δημιουργημα, δημιουργία, διαμόρφωση, δομή, δόμηση, έγερση, εκπόνηση, εκτέλεση, εξεύρημα, επινόημα, επινόηση, έργο, εύρημα, εφεύρεση, εφεύρημα, θεωρία, κατασκεύασμα, κτίριο, κτίση, κτίσιμο, κτίσμα, μορφή, οικοδόμηση, οργάνωση, παραγωγή, πατέντα, πραγματοποίηση, στήσιμο, συναρμολόγηση, σύνθεση, σύσταση, σχηματισμός, τρόπος κατασκευής, φαμπρικάρισμα, φτιάξιμο, χτίσιμο, χτίσμα
.

8/1/10

τελειώνω

.
αποθνήσκω, αποκάνω, αποπεραίνω, αποπεραιώνω, αποπερατώνω, αποσώνω, αποτελειώνω, αποτερματίζω, βάζω τελεία (και παύλα), βγάζω, γλιτώνω, γράφω τον + επικήδειο / επίλογο, διακόπτω, δίδω / δίνω + τέλος / τέρμα, διεκπεραίνω, διεκπεραιώνω, εξαντλούμαι, εξαντλώ, έρχομαι, θέτω + τέλος / τέρμα, καταλήγω, κλεί(ν)ω, κοντεύω, λήγω, νετάρω, ξεμπερδεύω, ξενεταρίζω, οδηγώ στο τέλος + της / του, ολοκληρώνω, μπιτίζω, παύω να + υπάρχω / υφίσταμαι, πεθαίνω, περαίνω, περαιώνω, περατώνω, σπάζω / σπάω, σταματάω / σταματώ, σώνομαι, σώνω, τα χαλάω, τελεύω, τελευτώ, τερματίζω, φέρω εις πέρας, φέρνω σε πέρας, φεύγω, φθάνω / φτάνω, χάνομαι, χύνω, χωρίζω
.

λοχεύω

.
αναπαράγω, απογεννώ, αποκυώ, βγάζω + στη ζωή / στον κόσμο, βρεφουργώ, γεννάω / γεννώ, γονεύω, εκμαιεύω, ελευθερώνομαι, κάνω, κάνω παιδί, κάνω τοκετό, λευτερώνομαι, μαιεύω, ξεγεννώ, ξεγγαστρώνομαι / ξεγκαστρώνομαι, παιδογεννώ, παιδογονώ, παιδοποιώ, τεκνογονώ, τεκνοποιώ, τίκτω, φέρνω στον κόσμος
.

7/1/10

υποβόσκω

.
αυξάνομαι ύπουλα, εγκρύπτομαι, εμφωλεύω, ενεργώ ύπουλα, κρυφοκαίω, σοβώ, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση, υπολανθάνω, υφέρπω
.

κολάσιμη

.
ανεπίτρεπτη, αξιόποινη, αξιοτιμώρητη, απαγορευμένη, εγκληματική, κολαστέα, τιμωρητέα
.

έσχατος

.
αίσχιστος, ακρότατος, ακροτελεύτιος, ανώτατος, ανώτερος όλων, απώτατος, βαρύτατος, βαρύτερος όλων, δάκτυλος / δάχτυλο + ποδιού, κάκιστος, καταπίσινος, κατώτατος, κατώτερος όλων, κύκνειος, μακρινότατος, ολοπίσινος, ολοϋστερνός, ολοΰστερος, στερνός, τελευταίος, τελευταίος τελευταίος, τελικός, υπανύστατος, ύστατος, χείριστος
.

συμβίωση

.
ζωή μαζί, κοινή + διαβίωση / ζωή, κοινό συμφέρον, συγκατοίκηση, συνδιαίτηση, συνοίκηση, συνύπαρξη
.

συναίνεση

.
άδεια, ανοχή, αποδοχή, δέξιμο, έγκριση, επιδοκιμασία, θέλημα, κατάφαση, οκέι, παραδοχή, στέρξιμο, στρέξιμο, συγκατάθεση, συγκατάνευση, συμφωνία, υιοθέτηση
.

γνώμονας

.
αξίωμα, αρχή, γνώμων, γωνιόμετρο, κανόνας, μετρητής, στάθμη
.

απερίφραστος

.
ανεπιφύλακτος, απερίστροφος, απροκάλυπτος, ειλικρινής, ευθύς, καθαρός, κατηγορηματικός, ντόμπρος, ξεκάθαρος, ολοκάθαρος, πεντακάθαρος, ρητός, σαφέστατος, σαφής, χωρίς περιστροφές, χωρίς περιφράσεις
.

σκοτάδι

.
ακαταληψία, αμάθεια, αφέγγεια, αφεγγιά, βαθιά άγνοια, βράδυ, έρεβος, ζόφος, μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μετά + τη δύση (του ήλιου) / το λυκόφως / το μούχρωμα / το σούρουπο / το σουρούπωμα, μυστήριο, να μην βλέπω, να μην φαίνεται τίποτα, νύχτα, νύχτωμα, πέπλο της νύχτας, σβηστά τα φώτα, σκιά, σκοτεινάδα, σκοτείνια, σκοτεινιά, σκοτεινότητα, σκοτία, σκοτίδι, σκότος
.

6/1/10

διακρίνομαι

.
αριστεύω, βραβεύομαι, διαπρέπω, διαφαίνομαι, διαφέρω, είμαι + ανώτερης αξίας / ανώτερης ποιότητας [κ.ά.] / γνωστός / διάσημος / θεατός / ξακουστός / ορατός, εξέχω, ξεπερνάω / ξεπερνώ, ξεχωρίζω, λαμβάνω διάκριση, λάμπω, ορώμαι, παίρνω διάκριση, παρατηρούμαι, παρουσιάζω + (αισθητή / μεγάλη / σημαντική [κ.ά.]) + διαφορά, περνάω / περνώ, πετυχαίνω, πλεονοκτώ, προκόβω, προκόπτω, προοδεύω, προσπερνάω / προσπερνώ, πρωτεύω, φαίνομαι
.

ενθαρρύνω

.
αναπτερώνω + την αυτοπεποίθηση / το ηθικό [+γενική], αναψυχώνω, βοηθάω / βοηθώ, γκαρδιώνω,  δημιουργώ + (ευνοϊκές / καλές / τις κατάλληλες) + συνθήκες για, δίδω / δίνω + αυτοπεποίθηση / θάρρος / κουράγιο / στήριξη / την ευλογία μου / υποστήριξη / ψυχική δύναμη, εγκαρδιώνω, εμπνέω + αυτοπεποίθηση / θάρρος / κουράγιο / σθένος / φρόνημα, εμφυσώ + αυτοπεποίθηση / θάρρος / κουράγιο / σθένος / φρόνημα, εμψυχώνω, ενδυναμώνω, ενθουσιάζω, ενισχύω (ψυχικά), ενισχύω + την αυτοπεποίθηση / το ηθικό [+γενική], εξωθώ, ευλογώ, ευνοώ, ζεσταίνω, ζωογονώ, θερμαίνω, καλλιεργώ, μεταδίδω + αυτοπεποίθηση / θάρρος / κουράγιο / σθένος / φρόνημα, μιλώ, οπλίζω με + αυτοπεποίθηση / θάρρος / κουράγιο / σθένος / φρόνημα, παρορμώ, προωθώ, σπρώχνω, στηρίζω, τονώνω + την αυτοπεποίθηση / το ηθικό [+γενική], υποθάλπω, υποστηρίζω, φρονηματίζω, ωθώ
.